Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
Chapter 19
Με το που μπήκε μέσα, η πόρτα πίσω του έκλεισε δυνατά! Ο Τζόναθαν έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος τη μεγάλη φιδογυριστή σκάλα που βρέθηκε μπροστά του. Την ίδια σκάλα που είχε κατέβει σήμερα το πρωί (ή ότι ώρα ήταν) και που τον οδήγησε στο Gulp of Life. “Είμαι μια χαρά!” ξανάπε. Έκανε μεταβολή και άνοιξε πάλι την πόρτα για να αντικρίσει αυτό που φοβότανε. Σκουπίδια, χυμένα αποφάγια ενώ η γνωστή μπόχα του τρύπησε τα μυνήγγια! “Σκατά!!” Έκλεισε πάλι την πόρτα και ξεκίνησε να κατεβαίνει τη σκάλα ενώ έτρεμε ολόκληρος. Στο μυαλό του ήρθε ξανά η ανάμνηση της γιαγιάς του που του ζήταγε να πάει στο κελάρι για να της φέρει λάδι και κρεμμύδια. Η μουσική ακουγότανε πιο σιγά αυτή τη φορά. Λίγο πριν ανοίξει τη δεύτερη πόρτα, κοντοστάθηκε και άρχισε να μιλάει επιτακτικά στον εαυτό του: “Τζόναθαν! Είσαι μια χαρά! Κάποιος σου κάνει πλάκα! Θα μπεις μέσα λες και δε τρέχει τίποτα. Θα βρεις τη Σούζι, θα ζητήσεις εξηγήσεις. Θα πεις ότι αυτό το αστείο, ότι και να είναι, πρέπει να τελειώσει και ότι εσύ δε γελάς καθόλου! Θα πεις ότι ένα αστείο είναι αστείο όταν γελάμε όλοι! Αυτό θα πεις!” Άνοιξε λοιπόν και αυτή την πόρτα και αντίκρισε το ίδιο σκηνικό που θυμότανε. Παντού μόνο γυναίκες! Ζουμερές και sexy! Όλες ντυμένες πρόστυχα! Πρέπει να ήταν περισσότερες μάλιστα αυτή τη φορά. Ίσως πάνω από 30! Κι όμως αυτή τη φορά ο Τζόναθαν δε καυλαντίστηκε καθόλου! Έψαχνε ανάμεσα στα βυζιά και στους κώλους να βρει τη Σούζι! Πουθενά όμως! Η Σούζι δε βρισκότανε εκεί. Όπως και ο Αλφόνσο ο γλίντζης, στη θέση του οποίου ήταν μια ξανθιά γυναίκα. Ψηλή και ζουμερή όπως και οι υπόλοιπες! Λίγο πιο νταβραντισμένη και ίσως λίγο μεγαλύτερη αλλά εξ’ ίσου μουνάρα! Ο Τζόναθαν πήγε απευθείας να της μιλήσει:
-“Που είναι η Σούζι;” ρώτησε με ύφος ο Τζόναθαν. Η ξανθιά barwoman η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή χαχάνιζε με τις άλλες γκόμενες του μαγαζιού, γύρισε και τον κοίταξε με ένα ευχάριστο βλέμμα έκπληξης.
-“Για σου γλυκέ μου! Τι μπορώ να κάνω για σένα;” είπε με βαθειά φωνή.
-“Άαασε τα φιλοσοφικά! Θέλω να μου πεις αμέσως που είναι η Σούζι;”
-“H Σούζι δεν είναι εδώ γλυκέ μου. Δε ξέρω που είναι.”
-“O Αλφόνσο; Που είναι ο Αλφόνσο;”
-“O Αλφόνσο έχει ρεπό γλυκέ μου!”
-“O AλΦόνΣο έΧΕι ΡεΠό γΛυΚέ μΟυ” επανέλαβε κοροϊδευτικά ο Τζόναθαν μιμούμενος τη βαθειά φωνή της! “Τι ρεπό και αρχίδια; Αφού το πρωί ήταν εδώ!”
-“Δε ξέρεις τι λες μάλλον γλυκέ μου! Το πρωί το μαγαζί δεν είναι ανοιχτό. Και θα σου πρότεινα να προσέχεις τη γλώσσα σου! Σε αυτό το μαγαζί έχει πολλές κυρίες όπως βλέπεις!”
-“Χα! Κυρίες! Αυτά τα ξεκωλίδια; Τελοσπάντων… Θέλω να μου πεις αμέσως που βρίσκομαι!”
-“Στο Gulp of Life γλυκέ μου! Στο μπαρ των αισθήσεων… Δεν είδες τη φωτεινή επιγραφή πριν μπεις μέσα;”
-“ΟΧΙ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΠΡΙΝ ΜΠΩ ΣΤΟ ΜΠΑΡ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, ΗΜΟΥΝΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!” γκάριξε ο Τζόναθαν και χτύπησε το χέρι του στον πάγκο. Η μουσική σταμάτησε και αμέσως ο Τζόναθαν έγινε για ακόμα μια φορά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για ολόκληρο το μαγαζί. Η barwoman τον κοίταζε συνοφρυωμένη έχοντας το αριστερό της χέρι κάτω από τον πάγκο. “Ψυχραιμία Τζόναθαν” είπε στον εαυτό του. “ Είσαι μια χαρά! Ψυχραιμία γιατί το χάνεις!”
-“Είσαι καλά;” ρώτησε η barwoman χωρίς να τον πει «γλυκό της».
-“Είμαι μια χαρά” αποκρίθηκε ο Τζόναθαν. “Λοιπόν πάμε απ’ την αρχή. Θέλω να μου πεις, σε παρακαλώ, που βρίσκομαι;”
-“Μα σου είπα γλυκέ μου! Στο Gulp…”
-“Ναι ναι! Που βρίσκομαιιι;;;” διέκοψε ο Τζόναθαν. “Που είναι το Gulp of Life; Είμαι στην Αθήνα; Στην Ελλάδα; Είμαι στη Γη; Είμαι σε άλλο γαλαξία; Είμαι σε άλλη διάσταση; Είμαι στη κόλαση; Που στο διάολο βρίσκομαι;”
-“Είσαι ακριβώς εκεί που θέλεις να είσαι γλυκέ μου. Είσαι ακριβώς εκεί που… πρέπει να είσαι.”
-“Μάλιστα…. Είμαι ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαι...” είπε ο Τζόναθαν ειρωνικά. “Αρχίσαμε πάλι τις μαλακίες.. Πως σε λένε αλήθεια;”
-“Βερόνικα!”
-“Σούζι.. Βερόνικα.. Τι πουτανιάρικα ονόματα είναι αυτά..; Πουτάνες είστε όλες εδώ μέσα;”
-“Ενώ το Τζόναθαν ακούγεται πολύ παραδοσιακό όνομα μαλάκα!” είπε κοφτά η Βερόνικα αποσύροντας το βαθύ τόνο της φωνής της και ξαναέβαλε το αριστερό της χέρι κάτω από τον πάγκο.
-“A μπα!! Από το «γλυκέ μου» στο «μαλάκα»; Και για να έχουμε το καλό ερώτημα, πότε σου είπα το όνομά μου; ΓΛΥ-ΚΙΑ-ΜΟΥ;; Έχετε βαλθεί να με τρελάνετε με τις μαλακίες σας; Θα τα σπάσω όλα ΕΑΝ ΔΕ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΑΜΕΣΩΣ ΠΩΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΒΡΕΘΗΚΑ ΠΑΛΙ Σ'ΑΥΤΗ ΤΗ ΤΡΥΠΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ!!”
-“Εεε άει στο διάολο πια” είπε η Βερόνικα και αμέσως σήκωσε το χέρι της που έκρυβε κάτω από το πάγκο κρατώντας στην άκρη του ένα λαστιχένιο γκλοπ το οποίο και προσγείωσε με δύναμη στα μούτρα του Τζόναθαν.
Ο Τζόναθαν ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα χάνοντας για πολλοστή φορά τις αισθήσεις του μέσα σε μία μέρα. Στον ύπνο του είδε ότι βρισκότανε σε μια χασαποταβέρνα στο Μέτσοβο και έτρωγε κοντοσούβλι ενώ απέναντί του καθότανε η Νάνα Μούσχουρη η οποία τον κοίταζε και έβαζε δάχτυλο στο μουνί της. Ο Τζόναθαν ξύπνησε πάλι με τρομερούς πονοκεφάλους. Άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως βρισκότανε στο κρεβάτι του. Το ρολόι έδειχνε 10 και μισή το πρωί. Σηκώθηκε, πήγε προς τη τουαλέτα, σκόνταψε στο λάστιχο, κατούρησε στη χέστρα και αντίκρισε τη μούρη του στο καθρέφτη. Το δεξί του μάτι ήταν μαυρισμένο και πρησμένο. “Δεν είμαι τρελός!” ψιθύρισε. “Είμαι μια χαρά!! Θα σας γαμήσω όλους! Είμαι μια χαρά!!”
Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010
Chapter 18
Συνέχισε να περπατά με κατεύθυνση το σπίτι του κι αποφάσισε να συνεχίσει ως εκεί με τα πόδια. Δεν αισθανόταν κουρασμένος σωματικά, άλλωστε δεν είχε δουλέψει καθόλου σήμερα αλλά το νευρικό του σύστημα είχε δοκιμαστεί σοβαρά μ' όλα αυτά τα παράξενα γεγονότα και μια τρίτη συνάντηση με ταρίφα μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο δε θα ήταν και η καλύτερη ιδέα. Είχε πάρει να σουρουπώνει και το μονότονο soundtrack της πόλης με τα κορναρίσματα και τα μαρσαρίσματα είχε μειωθεί αισθητά σε ένταση και αγριότητα. Ένα αόριστο αίσθημα πείνας άρχισε να διαμαρτύρεται δειλά από τα βάθη του στομαχιού του. Ο Τζόναθαν σκέφτηκε ότι η πείνα του ήταν ένα δείγμα υγείας, ένα σημάδι ότι ο οργανισμός του επέστρεφε στη συνηθισμένη του ρουτίνα, στις απλές και πεζές του βασικές λειτουργίες και χάρηκε γι' αυτό γιατί στο μυαλό του Τζόναθαν καθετί πεζό ήταν συνώνυμο με το φυσιολογικό. Και αυτή ειδικά τη στιγμή ο Τζόναθαν δεν είχε ανάγκη από τίποτε άλλο παρά από μια ισχυρή δόση πεζότητας. Θυμήθηκε με ευχαρίστηση ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει στο μαγαζί. Ο Ιορδάνης, πάνω σ' εκείνη την πονόψυχη αναλαμπή του, του είχε δώσει ένα μήνα άδεια! Φυσικά γνώριζε ότι το αφεντικό του δεν ήταν δυνατό να εννοεί κάτι τέτοιο αλλά σίγουρα δε θα τον πείραζε αν ο Τζόναθαν έμενε κανά δυο μερούλες στο σπίτι μετά τα σημερινά γεγονότα. Ο Τζόναθαν είχε τη βεβαιότητα ότι παρά τη φαινομενική του σκληρότητα, ο Ιορδάνης τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι' αυτόν.
Δεν του πήρε πάνω από 20 λεπτά για να ξαναβρεθεί στη γειτονιά του. Μπήκε στο κατάστημα γρήγορου φαγητού απέναντι από το σπίτι του όπου τον καλοδέχτηκε μια όμορφη κοπελίτσα με ψεύτικο χαμόγελο και ριγέ πουκαμισάκι σε παλ αποχρώσεις που είχε τεντωθεί επικίνδυνα λόγω του τεράστιου στήθους της, ενώ το καρτελάκι με τ' όνομά της, στραμμένο ελαφρώς προς τα πίσω, φαινόταν μόνο κατά το ήμισυ. Ο Τζόναθαν πρόσεξε ότι το όνομά της άρχιζε από "ΣΟΥ..." κι ένιωσε τα μηνίγγια του να ξαναφουντώνουν με μια θέρμη που έφτασε μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών του, ώσπου η κοπέλα έστρεψε το κορμί της κι αποκάλυψε το γραμμένο με κόκκινα γράμματα "ΣΟΥΛΑ" στο πέτο της. Στο Τζόναθαν φάνηκε ότι προς στιγμή το καρτελάκι κουνήθηκε παιχνιδιάρικα πέρα δώθε και το "ΣΟΥΛΑ" στο κέντρο του έγινε ακόμη πιο κόκκινο και αυθάδες, σαν γλώσσα που βγαίνει από ένα στόμα κοροϊδευτικά. Ενστικτωδώς, ο Τζόναθαν έστρεψε αλλού το βλέμμα του και κατέπνιξε το επιτακτικό μήνυμα εκκένωσης που προήλθε απ' την κύστη του συστρέφοντας ελαφρώς τα γόνατά του αριστερά-δεξιά. Η υπάλληλος πλάτυνε το χαμόγελό της κι έσπρωξε προς το μέρος του τη χαρτοσακούλα με το πλαστικό φαγητό, προφέροντας ένα "καλή σας όρεξη!" μ' έναν τρόπο που ήταν σίγουρα προβαρισμένος χίλιες φορές σε κάποιο σεμινάριο εκπαίδευσης της εταιρείας για ν' ακούγεται φιλικός και συνάμα επαγγελματικός. Ο Τζόναθαν την άρπαξε και κινήθηκε βιαστικά προς την έξοδο, θέλοντας να βρεθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο σπίτι του, την αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα της πεζότητάς του, όπου τίποτε ενδιαφέρον ή εξωτικό δε συνέβαινε ποτέ και όπου σίγουρα θα έβρισκε μια στάλα ηρεμίας. Βγαίνοντας από το κατάστημα πρόλαβε να ακούσει την κρυστάλλινη κιθάρα των Creedence Clearwater Revival να ξεχύνεται από τα ηχεία και τη φωνή του John Fogerty να τραγουδάει παθιάρικα : "Oh Suzie Q..."
Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010
Chapter 17
Είναι ένα ζεστό απόγευμα του 1977. Το ημερολόγιο δείχνει 16 Αυγούστου και το θερμόμετρο 39 °C. Στο μικρό Mazda RX-2, η οικογένεια Γκεζεβέ οδεύει προς την κατοικία της καθώς επιστρέφει από την καθιερωμένη εκδρομή του δεκαπενταύγουστου. Η ζέστη είναι αφόρητη ενώ η κίνηση στο δρόμο προς την πόλη μοιάζει να μη τελειώνει πουθενά!
-"Αμάν βρε Πελοπίδα μου.. Ήταν ανάγκη να φύγουμε μεσημεριάτικα; Δε μπορούσαμε να γυρίσουμε αύριο; Αφού δε δουλεύεις!"
-"Αύριο;;! Είσαι τρελή μωρή; Έχω ραντεβού με το δόκτορα το πρωί!"
-"Ε τουλάχιστον ας φεύγαμε λίγο πιο αργά! Να πέσει λίγο ο ήλιος πρώτα! Τα παιδιά δε τα λυπάσαι που βράζουνε σαν τα λουκάνικα;"
-"Σου είπα 10 φορές ότι ο δόκτορας μου ζήτησε να είμαι ξεκούραστος για αύριο! Πρέπει να κοιμηθώ νωρίς απόψε! Τι σε έχει πιάσει και δε καταλαβαίνεις;"
-"Από τότε που μπήκε αυτός ο καταραμένος δόκτορας στη ζωή μας, τα έχεις ξεγράψει όλα τελείως! Ακόμα και τα ίδια σου τα παιδιά!"
-"Ε ΣΚΑΣΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΡΕ ΤΟΥΛΑ! Σου έχω πει τόσες φορές ότι χωρίς το δόκτορα, θα μας είχανε πετάξει στο δρόμο! Πάλι τα ίδια θα λέμε;; Εξάλλου τα παιδιά είναι μια χαρά! Δε διαμαρτύρονται καθόλου!Έτσι δεν είναι κορίτσια;" είπε και γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω.
-"Έχει δέθτη μπαμπά" αποκρίθηκε ξεψυχισμένα μια λεπτή φωνούλα.
-"Αααχ.... Δεν είστε παιδιά του Πελοπίδα του Γκεζεβέ εσείς… Εγώ διέσχισα τη Σαχάρα από την Τυνησία μέχρι την Αίγυπτο μονάχα με ένα μπουκαλάκι ούζο, και εσείς δεν αντέχετε πέντε ωρίτσες στο αυτοκίνητο. Στη μάνα σας μοιάσατε και οι τρεις σας! Ο γιόκας μου όμως…! Ο γιόκας μου θα μοιάσει σε μένα! Έτσι δεν είναι Τζόναθαν;" είπε και χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά της γυναίκας του.
- "Μα στα αλήθεια σκοπεύεις να ονομάσεις το παιδί μας Τζόναθαν;" ρώτησε η γυναίκα του. "Νόμιζα ότι έκανες πλάκα! Γιατί να μη το βγάλουμε Θανάση σα τον μπαμπά μου;"
-"Θανάση...... ΜΠΛΙΑΧ! Δεν έχω ακούσει πιο γελοίο όνομα!" είπε ο Πελοπίδας με ξυνισμένο ύφος. "Τζόναθαν θα το βγάλουμε! Τέρμα, τελείωσε! Τζόναθαν σα το λοχαγό μου! Είναι η ελάχιστη τιμή που μπορώ να του κάνω! Αυτός έκανε τόσα πολλά για μένα…!"
-"Μπαμπά θτάνουμε;" ακούστηκε πάλι η λεπτή φωνούλα.
-"Φτάνουμε κοριτσάρα μου! Σε κανα δίωρο θα είμαστε στο σπιτάκι μας."
-"Και για να έχουμε το καλό ερώτημα: πως ξέρεις ότι το παιδί μας θα είναι αγόρι Πελοπίδα; Αν είναι κορίτσι, πάλι Τζόναθαν σκοπεύεις να το βαφτίσεις;"
-"Αγόρι θα είναι! Έχω τρία κορίτσια! Φτάνει! Θέλω και ένα αγόρι να μου μοιάζει και να είναι και μεγάλος μπίχτης και ψωλαράς και πηδηχταράς!!!"
-"Σσσς! Πως μιλάς έτσι καλέ μπροστά στα παιδιά;;! Αν δεν είναι δηλαδή τι θα κάνεις; Δε θα το αγαπάς!"
-"Μη με πρήζεις σου λέω! Αγόρι είπαμε θα είναι!"
-"Που το ξέρεις;;"
-"Ε αμάν!! Μου το είπε ο δόκτορας! Αγόρι θα είναι! Πάει και τελείωσε!"
- "Και που ξέρει ο δόκτορας τι θα είναι το παιδί;"
Ο Πελοπίδας γύρισε το κεφάλι του απότομα και την κοίταξε με ένα παγωμένο ύφος που έκανε τη ραχοκοκολιά της να μουδιάσει. "Ο δόκτορας ξέρει!" αποκρίθηκε και γύρισε ξανά το κεφάλι του προς το δρόμο. Η καημένη η Τούλα ακούμπησε το σβέρκο της στο μαξιλαράκι του καθίσματος, πήρε μια βαθιά ανάσα και δεν έβγαλε μιλιά μέχρι το τέλος της διαδρομής.