Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Chapter 19

Έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Έβγαλε αργά τα κλειδιά από τη τσέπη του ψευδοσφυρίζοντας το σκοπό του Suzie Q που του είχε κολλήσει από τη στιγμή που έφυγε από το φαστφουντάδικο και μία το σιγοτραγουδούσε, μία σταμάταγε και παραμιλούσε στον εαυτό του λέγοντας ότι είναι μια χαρά. Άνοιξε τη πόρτα και άρχισε να ανεβαίνει αργά τα σκαλιά μέχρι το ασανσέρ. Καθόλη τη διάρκεια που βρισκόταν στο ασανσέρ συνέχισε να τραγουδάει και να παραμιλάει, κάνοντας τις γνωστές τυφλές μηχανικές κινήσεις αναζήτησης του κλειδιού της πόρτας του διαμερίσματός του. Βρέθηκε λοιπόν στο σκοτεινό διάδρομο έξω από το διαμέρισμά του, όπου αφηρημένος συνέχισε να τραγουδάει σχεδόν ουρλιάζοντας “Suzie Q, Oh Suzie Q” ακριβώς όπως ο Fogerty λίγο πριν το τέλος του τραγουδιού. “ΣΚΑΣΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ” ακούστηκε με απόηχο μία φωνή από κάποιο άλλο διαμέρισμα, φέρνοντάς τον αμέσως στη πραγματικότητα. Ο Τζόναθαν έκανε να βάλει το κλειδί στη πόρτα αλλά πριν το κάνει διαπίστωσε ότι ένα πράσινο φως αχνοφαίνονταν από τη χαραμάδα μεταξύ της πόρτας και του δαπέδου. Την ίδια στιγμή μια γνώριμη μπόχα του γαργάλισε τα ρουθούνια. “Είμαι μια χαρά…!” είπε ο Τζόναθαν ξανά στον εαυτό του και έκανε δυο βήματα πίσω. Κοίταξε από απόσταση τη πόρτα και αμέσως μετά δεξιά και αριστερά για να βεβαιωθεί ότι στην αφηρημάδα του δεν πήγε σε λάθος διαμέρισμα. Όλα έδειχναν ότι δεν είχε κάνει λάθος. Αναζήτησε τυφλά στον τοίχο το κουμπί για το φώς, το οποίο βρήκε και πάτησε αλλά δεν άναψε. Αμέσως έστρεψε το βλέμμα του προς το κουμπί και συνέχισε να το πατάει ώσπου τελικά πείστηκε ότι δεν πρόκειται να ανάψει. Μόλις ξαναγύρισε το βλέμμα του προς τη πόρτα, είδε πως δεν υπάρχει κανένα φως κάτω από τη χαραμάδα. “Είμαι μια χαρά!!” ξαναείπε στον εαυτό του, έβαλε το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξε.

Με το που μπήκε μέσα, η πόρτα πίσω του έκλεισε δυνατά! Ο Τζόναθαν έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος τη μεγάλη φιδογυριστή σκάλα που βρέθηκε μπροστά του. Την ίδια σκάλα που είχε κατέβει σήμερα το πρωί (ή ότι ώρα ήταν) και που τον οδήγησε στο Gulp of Life. “Είμαι μια χαρά!” ξανάπε. Έκανε μεταβολή και άνοιξε πάλι την πόρτα για να αντικρίσει αυτό που φοβότανε. Σκουπίδια, χυμένα αποφάγια ενώ η γνωστή μπόχα του τρύπησε τα μυνήγγια! “Σκατά!!” Έκλεισε πάλι την πόρτα και ξεκίνησε να κατεβαίνει τη σκάλα ενώ έτρεμε ολόκληρος. Στο μυαλό του ήρθε ξανά η ανάμνηση της γιαγιάς του που του ζήταγε να πάει στο κελάρι για να της φέρει λάδι και κρεμμύδια. Η μουσική ακουγότανε πιο σιγά αυτή τη φορά. Λίγο πριν ανοίξει τη δεύτερη πόρτα, κοντοστάθηκε και άρχισε να μιλάει επιτακτικά στον εαυτό του: “Τζόναθαν! Είσαι μια χαρά! Κάποιος σου κάνει πλάκα! Θα μπεις μέσα λες και δε τρέχει τίποτα. Θα βρεις τη Σούζι, θα ζητήσεις εξηγήσεις. Θα πεις ότι αυτό το αστείο, ότι και να είναι, πρέπει να τελειώσει και ότι εσύ δε γελάς καθόλου! Θα πεις ότι ένα αστείο είναι αστείο όταν γελάμε όλοι! Αυτό θα πεις!” Άνοιξε λοιπόν και αυτή την πόρτα και αντίκρισε το ίδιο σκηνικό που θυμότανε. Παντού μόνο γυναίκες! Ζουμερές και sexy! Όλες ντυμένες πρόστυχα! Πρέπει να ήταν περισσότερες μάλιστα αυτή τη φορά. Ίσως πάνω από 30! Κι όμως αυτή τη φορά ο Τζόναθαν δε καυλαντίστηκε καθόλου! Έψαχνε ανάμεσα στα βυζιά και στους κώλους να βρει τη Σούζι! Πουθενά όμως! Η Σούζι δε βρισκότανε εκεί. Όπως και ο Αλφόνσο ο γλίντζης, στη θέση του οποίου ήταν μια ξανθιά γυναίκα. Ψηλή και ζουμερή όπως και οι υπόλοιπες! Λίγο πιο νταβραντισμένη και ίσως λίγο μεγαλύτερη αλλά εξ’ ίσου μουνάρα! Ο Τζόναθαν πήγε απευθείας να της μιλήσει:

-“Που είναι η Σούζι;” ρώτησε με ύφος ο Τζόναθαν. Η ξανθιά barwoman η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή χαχάνιζε με τις άλλες γκόμενες του μαγαζιού, γύρισε και τον κοίταξε με ένα ευχάριστο βλέμμα έκπληξης.

-“Για σου γλυκέ μου! Τι μπορώ να κάνω για σένα;” είπε με βαθειά φωνή.

-“Άαασε τα φιλοσοφικά! Θέλω να μου πεις αμέσως που είναι η Σούζι;”

-“H Σούζι δεν είναι εδώ γλυκέ μου. Δε ξέρω που είναι.”

-“O Αλφόνσο; Που είναι ο Αλφόνσο;”

-“O Αλφόνσο έχει ρεπό γλυκέ μου!”

-“O AλΦόνΣο έΧΕι ΡεΠό γΛυΚέ μΟυ” επανέλαβε κοροϊδευτικά ο Τζόναθαν μιμούμενος τη βαθειά φωνή της! “Τι ρεπό και αρχίδια; Αφού το πρωί ήταν εδώ!”

-“Δε ξέρεις τι λες μάλλον γλυκέ μου! Το πρωί το μαγαζί δεν είναι ανοιχτό. Και θα σου πρότεινα να προσέχεις τη γλώσσα σου! Σε αυτό το μαγαζί έχει πολλές κυρίες όπως βλέπεις!”

-“Χα! Κυρίες! Αυτά τα ξεκωλίδια; Τελοσπάντων… Θέλω να μου πεις αμέσως που βρίσκομαι!”

-“Στο Gulp of Life γλυκέ μου! Στο μπαρ των αισθήσεων… Δεν είδες τη φωτεινή επιγραφή πριν μπεις μέσα;”

-“ΟΧΙ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΠΡΙΝ ΜΠΩ ΣΤΟ ΜΠΑΡ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, ΗΜΟΥΝΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!” γκάριξε ο Τζόναθαν και χτύπησε το χέρι του στον πάγκο. Η μουσική σταμάτησε και αμέσως ο Τζόναθαν έγινε για ακόμα μια φορά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για ολόκληρο το μαγαζί. Η barwoman τον κοίταζε συνοφρυωμένη έχοντας το αριστερό της χέρι κάτω από τον πάγκο. “Ψυχραιμία Τζόναθαν” είπε στον εαυτό του. “ Είσαι μια χαρά! Ψυχραιμία γιατί το χάνεις!”

-“Είσαι καλά;” ρώτησε η barwoman χωρίς να τον πει «γλυκό της».

-“Είμαι μια χαρά” αποκρίθηκε ο Τζόναθαν. “Λοιπόν πάμε απ’ την αρχή. Θέλω να μου πεις, σε παρακαλώ, που βρίσκομαι;”

-“Μα σου είπα γλυκέ μου! Στο Gulp…”

-“Ναι ναι! Που βρίσκομαιιι;;;” διέκοψε ο Τζόναθαν. “Που είναι το Gulp of Life; Είμαι στην Αθήνα; Στην Ελλάδα; Είμαι στη Γη; Είμαι σε άλλο γαλαξία; Είμαι σε άλλη διάσταση; Είμαι στη κόλαση; Που στο διάολο βρίσκομαι;”

-“Είσαι ακριβώς εκεί που θέλεις να είσαι γλυκέ μου. Είσαι ακριβώς εκεί που… πρέπει να είσαι.”

-“Μάλιστα…. Είμαι ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαι...” είπε ο Τζόναθαν ειρωνικά. “Αρχίσαμε πάλι τις μαλακίες.. Πως σε λένε αλήθεια;”

-“Βερόνικα!”

-“Σούζι.. Βερόνικα.. Τι πουτανιάρικα ονόματα είναι αυτά..; Πουτάνες είστε όλες εδώ μέσα;”

-“Ενώ το Τζόναθαν ακούγεται πολύ παραδοσιακό όνομα μαλάκα!” είπε κοφτά η Βερόνικα αποσύροντας το βαθύ τόνο της φωνής της και ξαναέβαλε το αριστερό της χέρι κάτω από τον πάγκο.

-“A μπα!! Από το «γλυκέ μου» στο «μαλάκα»; Και για να έχουμε το καλό ερώτημα, πότε σου είπα το όνομά μου; ΓΛΥ-ΚΙΑ-ΜΟΥ;; Έχετε βαλθεί να με τρελάνετε με τις μαλακίες σας; Θα τα σπάσω όλα ΕΑΝ ΔΕ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΑΜΕΣΩΣ ΠΩΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΒΡΕΘΗΚΑ ΠΑΛΙ Σ'ΑΥΤΗ ΤΗ ΤΡΥΠΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ!!”

-“Εεε άει στο διάολο πια” είπε η Βερόνικα και αμέσως σήκωσε το χέρι της που έκρυβε κάτω από το πάγκο κρατώντας στην άκρη του ένα λαστιχένιο γκλοπ το οποίο και προσγείωσε με δύναμη στα μούτρα του Τζόναθαν.

Ο Τζόναθαν ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα χάνοντας για πολλοστή φορά τις αισθήσεις του μέσα σε μία μέρα. Στον ύπνο του είδε ότι βρισκότανε σε μια χασαποταβέρνα στο Μέτσοβο και έτρωγε κοντοσούβλι ενώ απέναντί του καθότανε η Νάνα Μούσχουρη η οποία τον κοίταζε και έβαζε δάχτυλο στο μουνί της. Ο Τζόναθαν ξύπνησε πάλι με τρομερούς πονοκεφάλους. Άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως βρισκότανε στο κρεβάτι του. Το ρολόι έδειχνε 10 και μισή το πρωί. Σηκώθηκε, πήγε προς τη τουαλέτα, σκόνταψε στο λάστιχο, κατούρησε στη χέστρα και αντίκρισε τη μούρη του στο καθρέφτη. Το δεξί του μάτι ήταν μαυρισμένο και πρησμένο. “Δεν είμαι τρελός!” ψιθύρισε. “Είμαι μια χαρά!! Θα σας γαμήσω όλους! Είμαι μια χαρά!!”

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Chapter 18

Ο ρυπαρός αέρας του αθηναϊκού κέντρου είχε μια σχεδόν αναζωογονητική επίδραση στη διάθεση του Τζόναθαν μετά την απόκοσμα κλειστοφοβική εμπειρία στο ιατρείο του Δρα Κέιος. Μπορεί σπάνια να το παραδεχόταν ανοιχτά, αλλά στο Τζόναθαν άρεσε η ιδιαίτερη οσμή που ανέδιδαν οι ανήλιοι δρόμοι της Αθήνας, ένα μείγμα αναθυμιάσεων από καμένα λάδια, εξατμισμένα ούρα, σάπιο φαγητό και χιλιοπατημένα αποτσίγαρα. "Οι πόλεις έχουν τη δική τους μυρωδιά, όπως και οι άνθρωποι", σκέφτηκε και στιγμιαία τον περιέλουσε ένα κύμα αγαλλίασης, σαν να είχε μόλις ανακαλύψει μια γνώση που θα μπορούσε ν' αλλάξει τον κόσμο. Κοντοστάθηκε, τράβηξε μια γερή τζούρα αέρα και κοίταξε τριγύρω. Πεζοδρόμια, καταστήματα, οχήματα κι άνθρωποι ήταν καλυμμένα από ένα εξαιρετικά λεπτό στρώμα λαδερής καπνιάς που, αν και ήταν μόλις αντιληπτή, έκανε τα πάντα να μοιάζουν πιο μαυριδερά από όσο ήδη ήταν. Ο ιχώρ της πόλης! Ο αέρας εισέβαλε στο λάρυγγα του Τζόναθαν και, μαζί με τη γνώριμη οσμή, ερέθισε και τη γεύση του με μια αίσθηση υδρογονάνθρακα, σκληρή και απάνθρωπη, που απλώθηκε στο πίσω μέρος του ουρανίσκου του και που, ο Τζόναθαν σκέφτηκε, δεν πρέπει να διέφερε πολύ από το να γλείφει τη λαδίλα του πεζοδρομίου.

Συνέχισε να περπατά με κατεύθυνση το σπίτι του κι αποφάσισε να συνεχίσει ως εκεί με τα πόδια. Δεν αισθανόταν κουρασμένος σωματικά, άλλωστε δεν είχε δουλέψει καθόλου σήμερα αλλά το νευρικό του σύστημα είχε δοκιμαστεί σοβαρά μ' όλα αυτά τα παράξενα γεγονότα και μια τρίτη συνάντηση με ταρίφα μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο δε θα ήταν και η καλύτερη ιδέα. Είχε πάρει να σουρουπώνει και το μονότονο soundtrack της πόλης με τα κορναρίσματα και τα μαρσαρίσματα είχε μειωθεί αισθητά σε ένταση και αγριότητα. Ένα αόριστο αίσθημα πείνας άρχισε να διαμαρτύρεται δειλά από τα βάθη του στομαχιού του. Ο Τζόναθαν σκέφτηκε ότι η πείνα του ήταν ένα δείγμα υγείας, ένα σημάδι ότι ο οργανισμός του επέστρεφε στη συνηθισμένη του ρουτίνα, στις απλές και πεζές του βασικές λειτουργίες και χάρηκε γι' αυτό γιατί στο μυαλό του Τζόναθαν καθετί πεζό ήταν συνώνυμο με το φυσιολογικό. Και αυτή ειδικά τη στιγμή ο Τζόναθαν δεν είχε ανάγκη από τίποτε άλλο παρά από μια ισχυρή δόση πεζότητας. Θυμήθηκε με ευχαρίστηση ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει στο μαγαζί. Ο Ιορδάνης, πάνω σ' εκείνη την πονόψυχη αναλαμπή του, του είχε δώσει ένα μήνα άδεια! Φυσικά γνώριζε ότι το αφεντικό του δεν ήταν δυνατό να εννοεί κάτι τέτοιο αλλά σίγουρα δε θα τον πείραζε αν ο Τζόναθαν έμενε κανά δυο μερούλες στο σπίτι μετά τα σημερινά γεγονότα. Ο Τζόναθαν είχε τη βεβαιότητα ότι παρά τη φαινομενική του σκληρότητα, ο Ιορδάνης τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι' αυτόν.

Δεν του πήρε πάνω από 20 λεπτά για να ξαναβρεθεί στη γειτονιά του. Μπήκε στο κατάστημα γρήγορου φαγητού απέναντι από το σπίτι του όπου τον καλοδέχτηκε μια όμορφη κοπελίτσα με ψεύτικο χαμόγελο και ριγέ πουκαμισάκι σε παλ αποχρώσεις που είχε τεντωθεί επικίνδυνα λόγω του τεράστιου στήθους της, ενώ το καρτελάκι με τ' όνομά της, στραμμένο ελαφρώς προς τα πίσω, φαινόταν μόνο κατά το ήμισυ. Ο Τζόναθαν πρόσεξε ότι το όνομά της άρχιζε από "ΣΟΥ..." κι ένιωσε τα μηνίγγια του να ξαναφουντώνουν με μια θέρμη που έφτασε μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών του, ώσπου η κοπέλα έστρεψε το κορμί της κι αποκάλυψε το γραμμένο με κόκκινα γράμματα "ΣΟΥΛΑ" στο πέτο της. Στο Τζόναθαν φάνηκε ότι προς στιγμή το καρτελάκι κουνήθηκε παιχνιδιάρικα πέρα δώθε και το "ΣΟΥΛΑ" στο κέντρο του έγινε ακόμη πιο κόκκινο και αυθάδες, σαν γλώσσα που βγαίνει από ένα στόμα κοροϊδευτικά. Ενστικτωδώς, ο Τζόναθαν έστρεψε αλλού το βλέμμα του και κατέπνιξε το επιτακτικό μήνυμα εκκένωσης που προήλθε απ' την κύστη του συστρέφοντας ελαφρώς τα γόνατά του αριστερά-δεξιά. Η υπάλληλος πλάτυνε το χαμόγελό της κι έσπρωξε προς το μέρος του τη χαρτοσακούλα με το πλαστικό φαγητό, προφέροντας ένα "καλή σας όρεξη!" μ' έναν τρόπο που ήταν σίγουρα προβαρισμένος χίλιες φορές σε κάποιο σεμινάριο εκπαίδευσης της εταιρείας για ν' ακούγεται φιλικός και συνάμα επαγγελματικός. Ο Τζόναθαν την άρπαξε και κινήθηκε βιαστικά προς την έξοδο, θέλοντας να βρεθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο σπίτι του, την αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα της πεζότητάς του, όπου τίποτε ενδιαφέρον ή εξωτικό δε συνέβαινε ποτέ και όπου σίγουρα θα έβρισκε μια στάλα ηρεμίας. Βγαίνοντας από το κατάστημα πρόλαβε να ακούσει την κρυστάλλινη κιθάρα των Creedence Clearwater Revival να ξεχύνεται από τα ηχεία και τη φωνή του John Fogerty να τραγουδάει παθιάρικα : "Oh Suzie Q..."

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Chapter 17

Είναι ένα ζεστό απόγευμα του 1977. Το ημερολόγιο δείχνει 16 Αυγούστου και το θερμόμετρο 39 °C. Στο μικρό Mazda RX-2, η οικογένεια Γκεζεβέ οδεύει προς την κατοικία της καθώς επιστρέφει από την καθιερωμένη εκδρομή του δεκαπενταύγουστου. Η ζέστη είναι αφόρητη ενώ η κίνηση στο δρόμο προς την πόλη μοιάζει να μη τελειώνει πουθενά!

-"Αμάν βρε Πελοπίδα μου.. Ήταν ανάγκη να φύγουμε μεσημεριάτικα; Δε μπορούσαμε να γυρίσουμε αύριο; Αφού δε δουλεύεις!"

-"Αύριο;;! Είσαι τρελή μωρή; Έχω ραντεβού με το δόκτορα το πρωί!"

-"Ε τουλάχιστον ας φεύγαμε λίγο πιο αργά! Να πέσει λίγο ο ήλιος πρώτα! Τα παιδιά δε τα λυπάσαι που βράζουνε σαν τα λουκάνικα;"

-"Σου είπα 10 φορές ότι ο δόκτορας μου ζήτησε να είμαι ξεκούραστος για αύριο! Πρέπει να κοιμηθώ νωρίς απόψε! Τι σε έχει πιάσει και δε καταλαβαίνεις;"

-"Από τότε που μπήκε αυτός ο καταραμένος δόκτορας στη ζωή μας, τα έχεις ξεγράψει όλα τελείως! Ακόμα και τα ίδια σου τα παιδιά!"

-"Ε ΣΚΑΣΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΡΕ ΤΟΥΛΑ! Σου έχω πει τόσες φορές ότι χωρίς το δόκτορα, θα μας είχανε πετάξει στο δρόμο! Πάλι τα ίδια θα λέμε;; Εξάλλου τα παιδιά είναι μια χαρά! Δε διαμαρτύρονται καθόλου!Έτσι δεν είναι κορίτσια;" είπε και γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω.

-"Έχει δέθτη μπαμπά" αποκρίθηκε ξεψυχισμένα μια λεπτή φωνούλα.

-"Αααχ.... Δεν είστε παιδιά του Πελοπίδα του Γκεζεβέ εσείς… Εγώ διέσχισα τη Σαχάρα από την Τυνησία μέχρι την Αίγυπτο μονάχα με ένα μπουκαλάκι ούζο, και εσείς δεν αντέχετε πέντε ωρίτσες στο αυτοκίνητο. Στη μάνα σας μοιάσατε και οι τρεις σας! Ο γιόκας μου όμως…! Ο γιόκας μου θα μοιάσει σε μένα! Έτσι δεν είναι Τζόναθαν;" είπε και χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά της γυναίκας του.

- "Μα στα αλήθεια σκοπεύεις να ονομάσεις το παιδί μας Τζόναθαν;" ρώτησε η γυναίκα του. "Νόμιζα ότι έκανες πλάκα! Γιατί να μη το βγάλουμε Θανάση σα τον μπαμπά μου;"

-"Θανάση...... ΜΠΛΙΑΧ! Δεν έχω ακούσει πιο γελοίο όνομα!" είπε ο Πελοπίδας με ξυνισμένο ύφος. "Τζόναθαν θα το βγάλουμε! Τέρμα, τελείωσε! Τζόναθαν σα το λοχαγό μου! Είναι η ελάχιστη τιμή που μπορώ να του κάνω! Αυτός έκανε τόσα πολλά για μένα…!"

-"Μπαμπά θτάνουμε;" ακούστηκε πάλι η λεπτή φωνούλα.

-"Φτάνουμε κοριτσάρα μου! Σε κανα δίωρο θα είμαστε στο σπιτάκι μας."

-"Και για να έχουμε το καλό ερώτημα: πως ξέρεις ότι το παιδί μας θα είναι αγόρι Πελοπίδα; Αν είναι κορίτσι, πάλι Τζόναθαν σκοπεύεις να το βαφτίσεις;"

-"Αγόρι θα είναι! Έχω τρία κορίτσια! Φτάνει! Θέλω και ένα αγόρι να μου μοιάζει και να είναι και μεγάλος μπίχτης και ψωλαράς και πηδηχταράς!!!"

-"Σσσς! Πως μιλάς έτσι καλέ μπροστά στα παιδιά;;! Αν δεν είναι δηλαδή τι θα κάνεις; Δε θα το αγαπάς!"

-"Μη με πρήζεις σου λέω! Αγόρι είπαμε θα είναι!"

-"Που το ξέρεις;;"

-"Ε αμάν!! Μου το είπε ο δόκτορας! Αγόρι θα είναι! Πάει και τελείωσε!"

- "Και που ξέρει ο δόκτορας τι θα είναι το παιδί;"

Ο Πελοπίδας γύρισε το κεφάλι του απότομα και την κοίταξε με ένα παγωμένο ύφος που έκανε τη ραχοκοκολιά της να μουδιάσει. "Ο δόκτορας ξέρει!" αποκρίθηκε και γύρισε ξανά το κεφάλι του προς το δρόμο. Η καημένη η Τούλα ακούμπησε το σβέρκο της στο μαξιλαράκι του καθίσματος, πήρε μια βαθιά ανάσα και δεν έβγαλε μιλιά μέχρι το τέλος της διαδρομής.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Chapter 16

-"Εντάξει τελειώσαμε" είπε ο δόκτορας!

Ο Τζόναθαν άνοιξε τα μάτια του και είδε τη μουτσούνα του Δρ Κέιος να τον κοιτάει χαμογελώντας κάτω από τη χειρουργική του μάσκα.

-"Τι τελειώσαμε; Πότε αρχίσαμε; Μα εγώ δε σας είπα καν για πιο λόγο ήρθα!" είπε ο Τζόναθαν προσπαθώντας να συνέλθει από το κοκτέιλ από Stedon (διαζεπάμη) και Dormicum (μιδαζολάμη) που τον είχε ποτίσει ο δόκτορας...

-"Πως δε μου είπατε; Μου είπατε ότι δεν είναι καλά το κεφάλι σας! Σας το έφτιαξα! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Μα πότε εγώ βρέθηκα εδώ ξαπλωμένος;;!"

-"Ίσως δε θυμάστε επειδή δεν ήταν καλά το κεφάλι σας! Σας το έφτιαξα! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Ναι αλλά τι μου κάνατ…"

-"Δοκιμάστε να σηκωθείτε." τον διέκοψε ο δόκτορας.

Ο Τζόναθαν σηκώθηκε αργά. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και έπειτα τη μουτσούνα του δόκτορα, ο οποίος εξακολουθούσε να χαμογελάει κάτω από τη μάσκα του.

-"Νιώθω πολύ καλά!" είπε. "Νομίζω ότι μου πέρασε τελείως!"

-"Φυσικά και σας πέρασε! Γιατρός είμαι! Και πολύ καλός μάλιστα!! Δεν ήταν καλά το κεφάλι σας! Σας το έφτιαξα! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Τι είχα γιατρέ μου;" είπε ο Τζόναθαν παίρνοντας αμέσως ύφος συνταξιούχου ασφαλισμένου στο ΙΚΑ.

-"Τίποτα το σπουδαίο" είπε ο δόκτορας στον ίδιο ρομποτικό τόνο. "Δεν ήταν καλά το κεφάλι σας! Σας το έφτιαξα! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Μάλιστα… Τι σας χρωστάω γιατρέ μου;"

-"Τίποτα! Δε δουλεύω σήμερα έτσι κι αλλιώς. Στο κάτω κάτω δεν έκανα και κάτι δύσκολο. Απλώς δεν ήταν.."

-"..καλά το κεφάλι μου και μου το φτιάξατε και τώρα πρέπει να είμαι μια χαρά!" τον διέκοψε ο Τζόναθαν.

-"Ναι!" είπε κοφτά ο δόκτωρ, και το χαμόγελό του κάτω από τη μάσκα φάνηκε να πλαταίνει κι άλλο.

-"Υπάρχει κάτι τώρα που πρέπει να κάνω;" ρώτησε ο Τζόναθαν. "Να ελαττώσω το τσιγάρο; Να κόψω τον καφέ; Τα McDonald’s;"

-"Να πάτε να ξεκουραστείτε μόνο." αποκρίθηκε εξακολουθώντας να χαμογελάει. "Τίποτα άλλο δε χρειάζεστε! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Έγινε γιατρέ μου! Σας ευχαριστώ πολύ για όλα. Αν χρειαστώ κάτι θα ξαναπεράσω."

-"Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!" είπε ο δόκτωρ για τελευταία φορά και αμέσως έσβησε το χαμόγελό του πίσω από τη μάσκα.

Ο Τζόναθαν καθώς γυρνούσε προς το σπίτι του σκεφτότανε διάφορα πράγματα σχετικά με τους γιατρούς. Ίσως να τους είχε παρεξηγήσει. Ίσως τελικά να μην ήταν τόσο "μουνιά" όσο νόμιζε. Κι όμως αυτός ο Δρ Κέιος ήταν πολύ παράξενος τύπος. Αστείος και ιδιόρρυθμος. Επιβλητικός και τρομακτικός! Ένας σωστός τρελάρας! Πως βρέθηκε όμως η κάρτα του δόκτορα στο σπίτι του; Στη σκέψη αυτή ο Τζόναθαν άρχισε και πάλι να νιώθει πως τα έχει χαμένα. "Χμμ… Μάλλον δε μπορώ να θυμηθώ επειδή δεν ήταν καλά το κεφάλι μου. Μου το έφτιαξε όμως και τώρα πρέπει να είμαι μια χαρά" είπε ο Τζόναθαν στον εαυτό του απότομα, σχεδόν σαν υπνωτισμένος και αμέσως επιτάχυνε το βήμα του.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Chapter 15

Προσπάθησε με το δάχτυλο του να σφουγγίξει τον τίμιο ιδρώτα από το μέτωπο του,σα μικρός πακιστανός στα φανάρια
,αλλά διαπίστωσε αμέσως τη ματαιότητα του εγχειρήματος του, αφού νέες σταγόνες σχηματίστηκαν αμέσως. Ξεροκατάπιε
ηχηρά και σε μια στιγμή διάυγειας κατάλαβε , γιατί ο Ιορδάνης κατάφερνε πάντα να τον μαδάει στο πόκερ.
Δεν είσαι άντρας ρε, σκέφτηκε ενώ τα πόδια του ήδη τον οδηγούσαν προς την ατσάλινη πόρτα. Γαντζώθηκε απεγνωσμένα στο
γλιτσιασμένο τοίχο ,προσπαθώντας να καταλάβει πως τα πόδια του πήραν αυτήν την απόφαση χωρίς να τον ρωτήσουν.

Ο δρ Κειος δεν είχε πάρει στιγμή το βλέμμα του απο πάνω του,του χαμογέλασε με ένα χαμόγελο πιο λαμπερό και από του
Αλέξη στο άστρα μουδιάζοντας τα άκρα του και αποπροσανατολίζοντας τη σκέψη του.-Που να έκανε τη λεύκανση άραγε;-
η κρύα αίσθηση του πόμολου στο χέρι του τον επανέφερε βίαια στην πραγματικότητα.
"Ε δεν είσαι άντρας " ήταν η τελευταία του σκέψη πριν ανοίξει την πόρτα και περάσει σε ένα πράσινο διάδρομο γεμάτο
κορνίζες με άλλη μια ατσάλινη πόρτα στο τέλος του και τον δρ Κειος να περίμενει δίπλα στη δεύτερη πόρτα με το χαμόγελο
μυγοπαγίδα ακόμα να αστράφτει στο πρόσωπο του.Παραιτήθηκε από την ιδέα να ελέγξει το σώμα και να καταλαβει πως σκατα ο
Δρ είχε βρεθεί μπροστά του, και σαν τουρίστας στο πράσινο μίλι άρχισε να χαζεύει τις κορνίζες.

"Δρ κειος απόφοιτος βουλγάρικης σχολής νιντζα"
"Δρ κειος διπλωματούχος υδραυλικός υπολογιστών"
"Δρ κειος τιμιτική διάκριση για μεταμόσχευση κουμπιών πουκαμίσου σε καμπαρτίνα"
"Δρ κειος τιμιτική διάκριση για ανακάλυψη του ντραι μαρτίνι 2 με 2 ελιές και 3 με 3 ελιές "
"Σουβλάκι Δρ Κειος "
"Ο Δρ κειος και το ψηλό (και το ψηλό) καπέλο"

****************
* *
* 8==> 3 μουνί *
* *
* *
****************




το μυαλό του Τζόναθαν είχε σφιχτεί συστραφεί και ανελυχθεί τόσες φορές που στο τέλος
πριν καταρεύσει σε μαύρη τρύπα,σταμάτησε εντελώς να ασχολείται με οτιδήποτε .

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Chapter 14

Πάτησε δειλά το αριστερό του πόδι στην είσοδο κοιτάζοντας δεξιά αριστερά, πίσω ακριβώς από την πόρτα σα να φοβόταν ότι κάποιος είχε στήσει ενέδρα εναντίον του. Γιατί είχε αυτό το συναίσθημα άραγε; Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει. "Θα ναι το σύνδρομο της πρώτης επίσκεψης στον γιατρό" σκέφτηκε. Το σαλόνι ήταν άδειο, μακρόστενο και μία δεύτερη μεταλλική θωρακισμένη πόρτα δέσποζε στο βάθος. "Μα θωρακισμένη πόρτα μέσα στο ιατρείο; Τι σκατά;" Κούρνιασε στον μοναδικό καναπέ χωρίς να κλείσει την εξώπορτα πίσω του και επεξεργάζονταν το χώρο μέχρι να έρθει κάποιος να τον υποδεχθεί. Ήταν άλλωστε γνωστός χέστης και δεν του πέρασε από το μυαλό ούτε να χτυπήσει την τόσο μακρινή μεταλλική πόρτα ούτε να φωνάξει "Καλησπέρα, είναι κανείς εδώ;" και άλλα τέτοια που δηλώνουν «εισβολή» στο χώρο.

Το μακρόστενο σαλόνι ήταν σκοτεινό και βρώμικο. Ένιωθε οι τοίχοι να τον πλησιάζουν και να θέλουν να τον ακουμπήσουν με αυτήν την παχύρευστη πρασινωπή γλύντζα που κουβαλούσαν. Το πάτωμα είχε μαύρες πατημασιές που οδηγούσαν στο βάθος. "Ποιος βρωμιάρης δεν σκούπισε τα πόδια του" ψέλισε. "Και αυτή η μπόχα…κλεισούρα….αρρωστήλα. Κανένας δεν άνοιγε τα παράθυρα σε αυτό το σαλόνι; Ποια παράθυρα όμως…; Αφού δεν έχει!" Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο λάθος του φαίνονταν η επιλογή του να έρθει σε αυτόν τον κομπογιαννίτη βρωμιάρη που του συστήσανε για γιατρό. "Αν αργήσει άλλα 5 λεπτά θα φύγω" σκέφτηκε και ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί πως στο διάολο είχε βρεθεί η κάρτα του στο συρτάρι…

-"Τι θες εσύ εδώ;"

Ο Τζόναθαν ένιωσε ένα καυτό σουβλί να διαπερνά τα σωθικά του και ασυναίσθητα έσφιξε τα κωλομέρια του για να μην διαφύγει αυτό το καυτό ζουμί που καψάλισε τον σφικτήρα του.

-"Αχ…..να σε χέσω ρε μαλάκα.. με κατατρόμαξες!"

Γυρνάει πίσω του και βλέπει καλύτερα τον πελώριο άντρα που στέκονταν στην εξώπορτα με τα χέρια στη μέση, το πρόσωπό του ήταν συννεφιασμένο άγριο και φορούσε αυτή τη λερωμένη άσπρη μπλούζα με το καρτελάκι…. Dr Κέιος;!

-"Θα σε ρωτήσω άλλη μια φορά!" είπε και τα φρύδια του πλησίασαν το ένα το άλλο.

-"Γιατρέ, εσείς…..εεεεε ασθενής είμαι, εεεεε δεν είμαι καλά το κεφάλι μου και είδα ανοιχτή την πόρτα και μπήκα, δεν έχετε δουλειά, εννοώ μπορείτε να με δείτε….; Νόμισα ήσασταν μέσα."

Το πρόσωπο του δόκτωρα ξετσαλακώθηκε, τα φρύδια του απομακρύνθηκαν και με μία φωνή όλο γλύκα αποκρίθηκε:

-"Φίλε μου ήμουν έξω, πήγα να πάρω…τέτοιο, τσιγάρα πήγα να πάρω. Συγνώμη αν σε τρόμαξα αλλά ξέρεις σήμερα είμαι κλειστός. Δεν δουλεύω, απεργώ. Στηρίζω τον αγώνα των αγροτών της εεεεε….. Ζουαζιλάνδης. Αλλά θα σε εξυπηρετήσω. Ε ναιιιιιι… κάτι θα γίνει!"

Ο Τζόναθαν παρόλη την αλλαγή στη συμπεριφορά του περίεργου γιατρού φοβόταν ακόμη. Μάλιστα φοβόταν ακόμα περισσότερο αφού τώρα τον κοίταζε και χαμογελούσε σχεδόν απειλητικά ενώ το ημίτρελλο βλέμμα του ήταν καρφωμένο συνέχεια στο μέτωπο ή στα μάτια του. Είχε μια περίεργη αίσθηση ότι πλέον ο γιατρός ήθελε διακαώς να τον εξετάσει.

-"Α, συγνώμη δεν το ήξερα, να φύγω αν είναι!"

-"Όχι όχι σας παρακαλώ άλλωστε μου φαίνεστε πολύ ταραγμένος, έχουμε δώσει και έναν όρκο, τι γιατροί είμαστε. Για εσάς θα κάνω μία εξαίρεση και θα δουλέψω σήμερα. Περάστε στο βάθος παρακαλώ." Η απότομη μετάβαση στον πληθυντικό από τη μεριά του δόκτωρα και ο ήχος της πόρτας που έκλεινε πίσω του, του έκοψε τα πόδια.

-"Να πάω εκεί μέσα….στο βάθος;"

-"Ναι ναι, σπρώξτε λίγο θα ανοίξει… μη σας τρομάζει το μέταλλο. Είναι κυρίως για ηχομόνωση. Εγώ έρχομαι αμέσως. Σε ένα λεπτό θα είμαι μαζί σας."

Ο Τζόναθαν κατάλαβε ότι ο δρόμος προς το μεταλλικό θηρίο ήταν μονόδρομος. Περπάτούσε όσο πιο αργά μπορούσε ελπίζοντας ότι κάτι θα γίνει και δεν θα μπεί ποτέ εκεί μέσα….

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Chapter 13

Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, ο Τζόναθαν από μικρός κολλούσε μ' εκείνα τα χαζά τεστ προσωπικότητας των περιοδικών. Ξέρετε, εκείνα τα μικρά τεστάκια που με 10 άσχετες ερωτήσεις ο αόρατος δημιουργός-εξεταστής υπόσχεται να βγάλει στη φόρα τα καλά κρυμμένα σου μυστικά και να σου πει πόσο αρρωστημένο είναι το μυαλό σου, πόσο καλό παιδί είσαι, πόσα εκατοστά πούτσο έχεις, αν είσαι κρυφογκέι, κρυφοστρέιτ, κρυφοκομάντο, κρυφοφανερός και ούτω καθεξής. "Κάνε ΤΩΡΑ το σίγουρο τεστ προσωπικότητας...100% επιτυχία!" κραύγαζαν οι τίτλοι πάνω πάνω κι ο Τζόναθαν τσιμπούσε κάθε φορά και αφιέρωνε 5-10 λεπτά απ' τη ζωή του που ούτως ή άλλως δεν επρόκειτο να ξοδέψει σε κάτι πιο παραγωγικό. Σ' αυτά τα τεστ, η ερώτηση που πάντα τον δυσκόλευε ήταν η ερώτηση "ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;". Ο Τζόναθαν ποτέ δεν κατάλαβε το νόημα της ερώτησης αυτής. Όχι ότι οι άλλες ερωτήσεις έβγαζαν περισσότερο νόημα, αλλά η συγκεκριμένη προκαλούσε στο Τζόναθαν μια πρωτοφανή δυσφορία και του έδινε την αίσθηση ότι ο αόρατος δημιουργός-εξεταστής προσπαθούσε να εισβάλλει στις πιο απόκρυφες γωνιές του μυαλού του. "Τι σκατά τους νοιάζει το αγαπημένο μου χρώμα;" σιγομουρμούριζε κάθε φορά κι έμενε να κοιτάζει την ερώτηση με βλέμμα ένοχο, σα να είχε μπροστά του μπάτσο που ετοιμαζόταν να του δώσει κλήση. Ένιωθε την ερώτηση να φωνάζει μέσα στο κεφάλι του, να προσπαθεί να εισχωρήσει στα έγκατα της μνήμης του για να ξυπνήσει τα τέρατα που κοιμόντουσαν εκεί. Ο απλός νους του Τζόναθαν σκαρφίστηκε μια απλή αμυντική τεχνική : έδινε στην ερώτηση τυχαίες απαντήσεις. Πότε το μαύρο, πότε το κόκκινο, πότε το κίτρινο, ολόκληρη η ίριδα είχε παρελάσει κατά καιρούς μέσα στις απαντήσεις του. Και είχε ο κακόμοιρος έτσι τη βεβαιότητα ότι ξεγελά τον αόρατο δημιουργό-εξεταστή...Αλλά φευ!

Η αλήθεια είναι ότι το πράσινο ποτέ δεν υπήρξε μια δημοφιλής απάντηση για τον Τζόναθαν. Ίσως γιατί το άκουσμα και μόνο της λέξης "πράσινο" του προκαλούσε μια ανεπαίσθητη πικρίλα στην άκρη της γλώσσας, αποτέλεσμα κάποιου παιδικού τραύματος, κάποιου πρωτότυπου νευρωνικού βραχυκυκλώματος, ή ένας Θεός ξέρει τι. Τούτη την παράξενη μέρα όμως το πράσινο είχε ήδη παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο της καθημερινότητάς του : Πράσινα τα κουτάκια της Heineken...Πράσινες οι γουλιές απ' το ποτό της Σούζι...Πράσινος ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ που αναβόσβηνε στην οθόνη του κινητού του Ιορδάνη στο ρυθμό του Carmina Burana...Πράσινος και ο εμετός που ξεχύθηκε απ' το στόμα του μόλις έκλεισε πίσω του η πόρτα του μαγαζιού του Ιορδάνη, κάνοντας εκείνο το εκνευριστικό "κλινγκ" που κάθε πόρτα παλιομοδίτικου μαγαζιού οφείλει να κάνει. Ένα "κλινγκ" που ο Τζόναθαν άκουσε σαν χιλιάδες καμπάνες μέσα στο κεφάλι του. Μέσα στο πονεμένο κεφάλι του, για την ακρίβεια. Δε θυμόταν να 'χει ξανανιώσει τέτοιο δυνατό πονοκέφαλο. Ο πρωινός πονοκέφαλος του hangover που τον έπιανε συχνά πυκνά όταν τα έτσουζε λιγάκι παραπάνω ήταν μεν ισχυρός αλλά είχε μάθει να τον αντιμετωπίζει σαν κάτι οικείο...σαν παλιόφιλο. Ήξερε επίσης ότι δεν είχε παρά να κάνει λιγάκι υπομονή κι ο πόνος θα έσβηνε σιγά σιγά, δίνοντας τη θέση του στην αόριστη ναυτία του απογεύματος. Ο σημερινός πονοκέφαλος, ενθύμιο του πρωινού του χτυπήματος στο μπάνιο, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν εντοπιζόταν πλέον στο σημείο του χτυπήματος αλλά είχε απλωθεί σ' ολόκληρο το κεφάλι κι ο Τζόναθαν ένιωθε τα μηνίγγια του να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν σαν κάποιο πλάσμα που κατοικούσε μέσα στο κρανίο του να τα πίεζε από μέσα προς τα έξω προσπαθώντας να ελευθερωθεί. Το "κλινγκ" της πόρτας θαρρείς και πολλαπλασίασε την ένταση του πονοκεφάλου του και υπήρξε ο καταλύτης που έσπρωξε τον Τζόναθαν να ξεράσει τ' άντερά του στο κράσπεδο σχηματίζοντας μια πρασινωπή λιμνούλα.

"Δεν είμαι καθόλου καλά! Ο Ιορδάνης μάλλον έχει δίκιο για το γιατρό!", είπε από μέσα του ο Τζόναθαν καθώς οι σπασμοί του εμετού χαλάρωναν και για λίγες στιγμές έμεινε να κοιτάζει το περιεχόμενο του στομαχιού του με δέος, καθώς μια αηδιαστική απορία καρφώθηκε ψυχαναγκαστικά στο μυαλό του (τι γεύση έχει άραγε;) και την οποία προσπάθησε να διώξει κλείνοντας τα μάτια και κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε. Αμέσως κατάλαβε πόσο λάθος ήταν αυτό : η κίνηση γέννησε νέες σφυριές μέσα στο κρανίο του! "Μουνιά ξεμουνιά, τώρα τους έχω ανάγκη", μονολόγησε για άλλη μια φορά σιωπηρά, προσπαθώντας να κρατά το κεφάλι του όσο το δυνατόν ακίνητο. Δυο τρεις περαστικοί του έριξαν σύντομες υποτιμητικές ματιές. Ο παχύρρευστος πράσινος εμετός κυλούσε νωχελικά προς τον υπόνομο. Μια πράσινη μύγα κάθισε επάνω του θριαμβευτικά.

Το ραδιόφωνο του ταξί έπαιζε-τι άλλο;-λαϊκά : "Το κορμί σου παραζάλη, σαν χορεύεις πεντοζάλι!", έσκουζε ο αοιδός. Το ταρίφας συγκέντρωνε πάνω του όλα τα συνήθη κλισέ της συνομοταξίας Tarifus Laikantzarus Barbaricus αλλά είχε την ενδιαφέρουσα οδηγική συνήθεια να βγάζει το λεβιέ ταχυτήτων στο κενό και ν' αφήνει το αυτοκίνητο να τσουλάει ανεξέλεγκτο με χαμηλές στροφές αφού έπιανε μια ταχύτητα 30-40 χιλιομέτρων την ώρα-κάποιος συνάδελφος θα του είπε ότι έτσι κάνει οικονομία στη βενζίνη-και την επίσης ενδιαφέρουσα αλλά και επικίνδυνη συνήθεια να φρενάρει χιλιοστά πριν η μούρη του βρει στο μπροστινό όχημα. Ο Τζόναθαν παρατηρούσε σαν υπνωτισμένος τις κινήσεις του ταρίφα. Ο ταρίφας δεν παρατηρούσε τον Τζόναθαν. Ούτε καν όταν σταμάτησε έξω από την πολυκατοικία του κι ο Τζόναθαν του άφησε 10 λεπτά πουρμπουάρ, ούτε τότε δεν του έριξε ματιά. Ο Τζόναθαν δεν ενοχλήθηκε. Δεν έτρεφε και ιδιαίτερη συμπάθεια στους ταρίφες. Τους αντιπαθούσε, ίσως περισσότερο κι απ' όσο αντιπαθούσε τους μπάρμεν. Οι μπάρμεν μπορεί να ήταν κατακάθια, αλλά οι γυναίκες τους γούσταραν πραγματικά και κάθε μπάρμαν είχε να διηθηθεί πλήθος ιστοριών άγριου σεξ που γνώριζες ότι σίγουρα ήταν αυθεντικές. Οι ταρίφες μπορούσαν να σου αραδιάζουν όλη μέρα ιστορίες για γαμήσια και παρτούζες και χύσια αλλά ήξερες ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς το πολύ πολύ να γαμούσαν τη φακλάνα τη γυναίκα τους κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και σε εθνικές εορτές. Θρασύδειλοι ψεύτες! Ο Τζόναθαν έκανε μια νοητή σημείωση να μην αφήσει πουρμπουάρ στον επόμενο ταρίφα που θα του αράδιαζε μπούρδες για το πως γάμησε εκείνη τη ζουμερή ζωντοχήρα τις προάλλες.

Το διαμέρισμά του ήταν υποφερτά ακατάστατο. Σίγουρα είχε γνωρίσει πολύ χειρότερες μέρες. Από το πάνω συρτάρι του γραφείου του ανέσυρε μια μικρή κάρτα που αναπαυόταν κάτω από τα διαφημιστικά φυλλάδια πέντε γυράδικων και επτά πιτσαριών. Η καρτούλα είχε στην πάνω δεξιά της γωνιά ένα διακριτικό φιδάκι που τυλιγόταν πάνω σ' ένα σταυρό. Ο Τζόναθαν κοίταξε τη διεύθυνση στο κάτω μέρος της κάρτας. "Σκατά!", σκέφτηκε, "Θα χρειαστεί ν' αντικρίσω κι άλλο ταρίφα σήμερα!". Σκέφτηκε αρχικά να τηλεφωνήσει για να κλείσει ραντεβού αλλά έπειτα διαπίστωσε πως ο πονοκέφαλός του δεν μπορούσε να περιμένει για πολύ...Αποτελούσε επείγον περιστατικό και το μουνί ο γιατρός όφειλε να τον εξετάσει! Τι σκατά όρκο είχε πάρει άλλωστε; Έχωσε την καρτούλα στην τσέπη του και περπάτησε προς την έξοδο. Το ραδιόφωνο του ταξί μυξόκλαιγε : "Σκύλα είσαι και πανούργα, πως μ' αφήνεις βρε κακούργα;". Το πουρμπουάρ του ταρίφα ήταν 20 λεπτά. Ο Τζόναθαν βρόντηξε την πόρτα του ταξί και μια νέα ώση πόνου αγκάλιασε το κεφάλι του. Το ιατρείο βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Ο Τζόναθαν άνοιξε τη μισάνοιχτη πόρτα με την καλαίσθητη χρυσίζουσα ταμπέλα που είχε επάνω της ένα φιδάκι όμοιο μ' εκείνο της κάρτας. Η ανάγλυφη επιγραφή έγραφε :

Δρ Αναξίμανδρος Κέιος
Νευρολόγος - Ψυχίατρος
διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κορλοουγλάνης

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Chapter 12

Δεν τον ένοιαζε αν θα τον πιστέψει το αφεντικό του. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον βρίσει κι άλλο ή ακόμα και αν θα τον απολύσει! Ήθελε μόνο να μοιραστεί με κάποιον την εμπειρία του! Με οποιονδήποτε και ας ήταν και ο Ιορδάνης. Του είπε τα πάντα! Για το πρωινό ατύχημα στο μπάνιο. Για το όνειρο με τη Σούζι και το χρησμό της Heineken. Για τη μέρα που έγινε νύχτα. Για το Gulp of Life και τον Αλφόνσο. Για τη συζήτησή του με τη Σούζι και την περίεργη αλλαγή στη συμπεριφορά της! Τα πάντα!

Ο Ιορδάνης άκουγε με προσοχή. Ήξερε ότι ο Τζόναθαν ήταν ένας τεμπελχανάς που συχνά έλεγε λογής λογής ψέμματα προκειμένου να γλιτώσει λίγες ώρες δουλειάς αλλά αυτή τη φορά καταλάβαινε ότι του λέει αλήθεια. Φαινότανε από το απλανές βλέμμα του και από τη φωνή του! Γνώριζε το Τζόναθαν και από μικρό παιδί άλλωστε.. Ο Τζόναθαν μόλις τελείωσε την αφήγησή του, σήκωσε τα μάτια και τον ρώτησε:

- "Με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;"

- "Σε πιστεύω αγόρι μου" είπε με πατρικό ύφος ο Ιορδάνης. "Ξέρεις, είναι πολύ άσχημο να έχεις ζήσει μία τρομακτική εμπειρία και να μη σε πιστεύει κανένας.. Το έχω νιώσει στο πετσί μου αυτό".

- "Για τον αρχιδοκόφτη λες;"

- "Ναι, φυσικά! Θυμάμαι τότε που είχα περάσει από εκείνο το σκοτεινό δάσος και συνάντησα εκείνη τη ξυνόγρια με τα........"

Ο Ιορδάνης άρχισε πάλι να λέει για τρισχιλιοστή φορά τη γνωστή ιστορία του με τους βρικόλακες, τις βεντούζες και τις πατάτες μπλουμ. Εκεί που μονολογούσε άρχισε ξαφνικά να ακούγεται δυνατά η επιβλητική μουσική του Carmina Burana! Ήταν λες και βρισκόταν σε ταινία μεσαιωνικής εποχής, όπως και τα αντίγραφα των όπλων που πουλούσε στο κατάστημά του! Ο Τζόναθαν άρχισε να τα παίζει καθώς άκουγε τη μουσική και προσπαθούσε να καταλάβει από που διάολο ακούγεται αυτό! Τελικά ο Ιορδάνης διέκοψε την ιστορία του και σήκωσε το κινητό του που χτύπαγε για 15 δευτερόλεπτα περίπου. Ο λόγος που ο Ιορδάνης είχε το Carmina Burana για ringtone δεν ήτανε ούτε γιατί του άρεσε η κλασσική μουσική, ούτε γιατί του άρεσε η ταινία Εξκάλιμπερ! Ήταν γιατί ήταν φανατικός πασόκος και μεγάλος λάτρης του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία στην έκβαση της ιστορίας μας πέρα από το γεγονός ότι ο Ιορδάνης είναι βλαμμένος. Αφού λοιπόν ο Ιορδάνης μίλησε στο κινητό του, ο Τζόναθαν βρήκε την ευκαιρία να τον διακόψει από τη γραφική πλέον ιστορία του πριν προλάβει να τη συνεχίσει:

-"Τι λες να μου συμβαίνει Ιορδάνη; Μήπως έχω αρχίσει και τα χάνω; Μήπως μου έχουνε κάνει μάγια; Τι σκατά γίνεται;"

- "Κοίταξε Τζόναθαν.. Μάλλον το χτύπημα στο κεφάλι σου ήταν λίγο πιο δυνατό από όσο νόμιζες. Καλό θα είναι να πας να το δει κανένας γιατρός".

- "Δε τους θέλω τους γιατρούς" αντέδρασε ο Τζόναθαν! "Είναι μουνιά!"

- "Μουνιά-ξεμουνιά πρέπει να πας. Δε μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή άλλη εξήγηση για το τι σου συνέβη σήμερα.."

- "Μα άμα έβλεπα παραισθήσεις τότε πως στο διάολο βρέθηκα στην άλλη άκρη της πόλης;"

- "Ίσως το χτύπημα στο κεφάλι σου να σου προκάλεσε κάποια μορφή αμνησίας και να μη θυμάσαι πως βρέθηκες εκεί!"

- "Αφού πρώτα χτύπησα και μετά..."

- "ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΑΜΕ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΓΙΑΤΡΟ" τον διέκοψε τσιριχτά ο Ιορδάνης! "Και θα σου δώσω και ένα μήνα άδεια να πας κάπου να ξεκουραστείς" συνέχισε παίρνοντας πάλι το πατρικό του ύφος. "Θα σου βάλω και μερικά χρήματα στο λογαριασμό σου".

Ο Τζόναθαν τον κοίταζε ανέκφραστος αλλά από μέσα του ήτανε τέρμα σοκαρισμένος! Δεν ήξερε πλέον τι ήταν πιο παράξενο: Η πρωινή του περιπέτεια ή η ξαφνική γενναιοδωρία του Ιορδάνη;

- "Εντάξει αφεντικό.. ό,τι πεις" ψέλλισε ο Τζόναθαν. "Μήπως και εκείνη η αύξηση που συζητούσαμε κάποτ..."

- "ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!" ούρλιαξε ο Ιορδάνης και ο Τζόναθαν έφυγε τρέχοντας...

Ο Ιορδάνης έμεινε μόνος στο μαγαζί κοιτάζοντας το πάτωμα.. Καθότανε σκεφτικός στην καρέκλα κουνόντας νευρικά το δεξί του πόδι. Ο παγωμένος αέρας του απαρχαιωμένου κλιματιστικού, τον χτυπούσε στο κούτελο.
"Ώστε τώρα έγινες Αλφόνσο..." είπε χαϊδεύοντας το morning star....

Chapter 11

Έμεινε εκεί αποσβολωμένος να κοιτάζει τους σωρούς από τα σκουπίδια και τις κρεατόμυγες που πεταρίζανε ανάμεσα στις ακαθαρσίες. Στεκόταν ακίνητος, αγνοώντας τη δυσωδία, χωρίς να σκέφτεται τίποτα απολύτως. Η γεύση του λάιμ από το ποτό που έπινε ήτανε ακόμα νωπή στο στόμα του. Στο βάθος ακουγόντουσαν οι θόρυβοι της πόλης η οποία βρισκόταν στις ώρες αιχμής της.

Ο Τζόναθαν έβγαλε το κινητό του για να κοιτάξει την ώρα. 13:14! Του σηκώθηκε η τρίχα! "Τι σκατά έγινε;" ψιθύρισε.. "Μήπως είμαι υποψήφιος για να γίνω μέλος του διαόλου;" Ξανακοίταξε την ώρα για να σιγουρευτεί ότι την είδε σωστά. Δίπλα από την ώρα υπήρχε το σχέδιο από το φακελάκι του sms. Είχε μήνυμα από τον Ιορδάνη:

"Αυτή τη φορά το παράκανες Τζόναθαν! Μου ζήτησες και αύξηση! Ένα αρχίδι θα πάρεις!"

Μετά από μισό λεπτό διχασμού αποφάσισε να τον πάρει τηλέφωνο. Χτύπησε μία φορά και αμέσως ακούστηκε η τραχιά φωνή του Ιορδάνη να του ουρλιάζει:

- "ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΡΕ ΧΑΜΕΝΟ ΚΟΡΜΙ; ΚΟΝΤΕΥΕΙ ΔΥΟ Η ΩΡΑ! ΠΟΥ ΣΤΟ ΚΟΡΑΚΑ ΕΙΣΑΙ;;;"

- "Θα σου εξηγήσω από κοντά Ιορδάνη." είπε ο Τζόναθαν κοφτά. "Έρχομαι από εκεί."

-"ΤΣΑΚΙΣΟΥ!" βρυχήθηκε ο Ιορδάνης και έκλεισε το τηλέφωνο.

"Λεπτός όπως πάντα" σκέφτηκε ο Τζόναθαν και ξεκίνησε να βρει το δρόμο για το μαγαζί. Δεν είχε ιδέα που σκατά βρισκότανε και πως πήγε εκεί περπατώντας. Μόλις πέρασε από μπροστά του ένα ταξί, το σταμάτησε και χώθηκε μέσα.

Έφτασε στο μαγαζί η ώρα 14:35. "Μα που στο διάολο ήμουνα;" ξανασκέφτηκε ο Τζόναθαν. Άνοιξε την τζαμένια πόρτα και μπήκε μέσα. Η ψύχρα από το απαρχαιωμένο κλιματιστικό του μαγαζιού τον χτύπησε στο σβέρκο. Στα δεξιά υπήρχε ένας πάγκος με βιτρίνα που είχε ρέπλικες από κατάνες και αστεράκια νίντζα. Στα αριστερά κρεμόντουσαν μεσαιωνικά σπαθιά και ασπίδες! Το μαγαζί είχε αντίγραφα από όλα τα όπλα της εποχής εκείνης. Ευθεία ήτανε ο πάγκος με το ταμείο. Στο τοίχο πάνω από τον πάγκο κρεμότανε ένα περίεργο εργαλείο που έμοιαζε με καρυοθραύστη. Ο Ιορδάνης ισχυριζότανε ότι αυτό το εργαλείο είναι "αυθεντικός αρχιδοκόφτης αλογόνου" και ότι με αυτό κάποτε σκότωσε ένα βρικόλακα! Κάθε φορά που κάποιος πελάτης ρώταγε τι είναι αυτό το πράγμα, ο Ιορδάνης ξεκίναγε να λέει την ίδια ιστορία για το πώς τον κυνηγούσε ο βρικόλακας για να τον ρουφήξει μέχρι τέρμα και για το πώς κατάφερε να τον ξεγελάσει με τη βοήθεια ενός τσιγγάνου κυνηγού βρικολάκων και διάφορες άλλες αρλούμπες! Την ιστορία αυτή την είχε ακούσει ο Τζόναθαν πάνω από εξακόσιες φορές! Πολύ σάχλας αυτός ο Ιορδάνης…

-"Ιορδάνη;" είπε διστακτικά ο Τζόναθαν!

Αμέσως ξεπρόβαλλε από τον πάγκο το μισό κορμί του Ιορδάνη κρατώντας ένα morning star στο δεξί χέρι.

- "Ξέρεις τι είναι αυτό;" ρώτησε ο Ιορδάνης το Τζόναθαν με ύφος που θύμιζε κομπλεξικό καθηγητή φυσικής.

- "Εεε.. αυτό είναι ένα.. ρόπαλο!!" είπε ο Τζόναθαν. "Ένα ρόπαλο - αχινός!"

- "ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ MORNING STAR ΗΛΙΘΙΕ ΚΡΕΤΙΝΕ! ΕΙΝΑΙ ΤΟ MORNING STAR ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ! ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΧΘΕΣ ΟΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΙΣ ΕΝΤΕΚΑ Η ΩΡΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΓΩ ΔΕ ΘΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ…......"

Ο Ιορδάνης συνέχιζε να σκούζει αρκετή ώρα για αυτό το morning star αλλά ο Τζόναθαν δε πρόσεχε τι έλεγε! "Morning star και morning κριθάρ" σκεφτότανε.. "Μα ποιος ηλίθιος αγοράζει αυτές τις βλακείες;;" Σε κάποια φάση η προσοχή του τραβήχτηκε πάλι στα λεγόμενα του Ιορδάνη όταν κατάλαβε από τον ερωτηματικό τόνο του γκαρίσματός του ότι κάτι πρέπει να απαντήσει:

-"Ορίστε;;" είπε ο Τζόναθαν.

-"ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΣΚΑΤΑ ΗΣΟΥΝΑ;!!" τσίριξε πάλι το αφεντικό του!

Έριξε το βλέμμα κάτω. Προσπάθησε να σκεφτεί αν πρέπει να του πει για όλα αυτά που συνέβησαν ή που νόμιζε ότι συνέβησαν. Άρχισε να ιδρώνει παρόλο τον παγετώνα που ξερνούσε το κλιματιστικό. Έπιασε το κεφάλι του για να το ξύσει και αμέσως ένιωσε έναν οξύ πόνο! Μα βέβαια!!! Είχε σκοντάψει το πρωί στο λάστιχο του πλυντηρίου και είχε χτυπήσει την κεφάλα του!! Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να του εξηγεί:

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Chapter 10


"Πως με λένε...;", αναρωτήθηκε, καρφώνοντας το βλέμα του στην αφίσα που υπήρχε στον τοίχο του μπάρ. "TWIN PEAKS - Fire walk with me" έγραφε με περίεργα χρώματα και έδειχνε ένα δρόμο που συνέχιζε ανάμεσα από δύο βουνοκορφές. "Τι παράξενη αφίσα... Δεν βρήκαν τίποτα άλλο να βάλουν στον τοίχο οι μαλάκες;", σκέφτηκε και γύρισε το βλέμμα του προς τη Σουζι. "Σούζι?? Που πήγε η Σούζι?", ρώτησε απορρημένος και χωρίς να χάσει στιγμή περπάτησε προς την έξοδο για να την ψάξει.

Ανεβαίνοντας τη φιδογυριστή σκάλα που οδηγούσε έξω από το μαγαζί, ένιωσε πως κάτι περίεργο συμβάινει. "Ίσως να είναι εκείνοι οι γίγαντες με το μοσχαράκι που έφαγα χθες και δε με άφησαν να κοιμηθώ...", καθησύχασε τον εαυτό του και άνοιξε την πόρτα.

Έκανε τρια ευθεία βήματα για να αποφύγει τα ενοχλητικά έντομα που πετούσαν πάνω από τα σκουπίδια και έμεινε ακίνητος να κοιτάζει, γυρνώντας το κεφάλι του μία δεξιά και μία αριστερά.

Φως. Ήτανε μέρα.

Τί είχε συμβεί? Πόση ώρα είχε περάσει μέσα στο μπαρ? Τελικά πότε μπήκε μέσα σε εκείνο το καταγώγι?

Μη μπορώντας να προσδιορίσει χρονικά πως πέρασαν οι τελευταίες ώρες, σκέφτηκε πως η καλύτερη λύση θα ήταν να επιστρέψει και να ρωτήσει τον Αλφόνσο. Γυρνώντας προς την είσοδο του μαγαζιού δεν μπορούσε να αντιληφθεί αυτό που έβλεπε μπροστά του. 'Η καλύτερα, αυτό που δεν έβλεπε.

Σκουπίδια.

Περισσότερα σκουπίδια.

Και στη μέση ένας τοίχος γεμάτος υγρασία και σκουριά από τις σωληνώσεις του νερού.

Τι απέγινε το Gulp of Life;



Chapter 9

Πίσω στο Gulp of Life και λίγο πριν σβήσει μέσα στον ανθυγιεινό αέρα του μπαρ η φράση που εκστόμισε ο Τζόναθαν, δεκάδες ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν για μια στιγμή πάνω του, μάτια που έχασκαν ορθάνοιχτα από έκπληξη και που έπειτα, σχεδόν ταυτόχρονα μισόκλεισαν, καθώς τα στόματα από κάτω τους ξεσπούσαν σ' ένα βροντερό γέλιο. Ήταν κι αυτή η γκαντεμιά που έδερνε το Τζόναθαν πάντα...Η φράση του ξέφυγε σε μια παύση της μουσικής κι αντήχησε σχεδόν σαν κραυγή πάνω στους βρωμερούς τοίχους και τα ξεχαρβαλωμένα καθίσματα. Τα μάτια και τα στόματα των κοριτσιών και του Αλφόνσο του γλίντζη ξερνούσαν το πιο ειρωνικό γέλιο που είχε ακούσει ποτέ ο Τζόναθαν. Αρχηγός όλων η Σούζι, που το αρωματισμένο με αψέντι γέλιο της χτυπούσε αλύπητα το Τζόναθαν από κοντινή απόσταση και τα μάτια της ακτινοβολούσαν μοχθηρές κοκκινωπές λάμψεις που ο Τζόναθαν ήταν βέβαιος ότι οφειλόταν σ' ένα παιχνίδισμα του φωτός επάνω τους, έμοιαζαν όμως τόσο αληθινές που οι τρίχες στον αυχένα του σηκώθηκαν ελαφρά.

Μέσα στην ομοβροντία των γέλιων που σιγά σιγά έσβηνε, ο Τζόναθαν ρούφηξε λίγο απ' το ποτό του και η γεύση του θύμισε πικρό κάτουρο. Την άθλια γεύση την έκανε ακόμη χειρότερη το γέλιο της Σούζι που συνεχιζόταν δυνατό, κρυστάλλινο και αυθάδες, παρά το ότι τα υπόλοιπα κορίτσια κι ο Αλφόνσο είχαν σταματήσει να ασχολούνται μαζί του. Ο Τζόναθαν κατέβασε μ' ένα ηχηρό "...gulp..."--κοίτα κάτι συμπτώσεις--τη γουλιά του και προσπάθησε να το παίξει άνετος διαγράφοντας στα χείλη του ένα ψεύτικο χαμόγελο και ρωτώντας :

- "Ήπιαμε λιγάκι παραπάνω ε;"

Η Σούζι δεν έδειξε να πτοείται! Δυνάμωσε την ένταση του γέλιου της κουνώντας παράλληλα το κεφάλι της πέρα δώθε, μια κίνηση που μεταδιδόταν σ' ολόκληρο το υπέροχο σώμα της και, φυσικά, στα τεράστια βυζιά της που κουνιόντουσαν πάνω κάτω σα να είχαν δικιά τους ζωή και, με πολύ κόπο, κατάφερε τελικά να πει :

- "Ήξερα ότι ο Ιορδάνης είναι ανωμαλάρα του κερατά, ήξερα ότι κι εσύ δεν πας πίσω, αλλά δεν ήξερα ότι έχει προχωρήσει τόσο πολύ η σχέση σας..."

και συνέχισε το κρεσέντο γέλιου ακάθεκτη.

Η ψεύτικη άνεση του Τζόναθαν έγινε χίλια κομμάτια. Με την άκρη του ματιού του νόμισε ότι είδε τον Αλφόνσο το γλίντζη να τον κοιτάζει μ' ένα σατανικό χαμόγελο την ώρα που σκούπιζε ένα ποτήρι, αλλά μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα εκεί είδε ότι ο Αλφόνσο είχε αλλού στραμμένη την προσοχή του και μιλούσε σε δυο θεογκόμενες ντυμένες με το ίδιο λευκό διαφανές μπλουζάκι. Ξαφνικά θυμήθηκε πόσο μισούσε τους μπάρμεν. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τι βρίσκανε οι γκόμενες σ' αυτά τα κατακάθια που το ζενίθ της δημιουργικότητάς τους ήταν το να κόψουν ακριβώς στη μέση το λεμόνι σ' ένα σφηνάκι "γλειφομούνι". Κι όμως, οι γκόμενες πάντα γούσταραν τους μπάρμεν και πάντα έφτυναν το Τζόναθαν...ή μάλλον, για τις γκόμενες που έφτυναν το Τζόναθαν, υπήρχε πάντα ένας μπάρμαν στη γωνία...Μότο ζωής, υπ' αρίθμ. 1. Με το χαμόγελό του να έχει εξαφανιστεί και σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βγει από πάνω άρθρωσε τις επόμενες λέξεις :

- "Νόμιζα πως είπες ότι δε με ξέρεις...Τώρα λες ότι ξέρεις και εμένα και τον Ιορδάνη;"

- "Ποιον Ιορδάνη;",

απάντησε η Σούζι φτύνοντας τα τελευταία ψήγματα του γέλιου της με κινήσεις που θύμιζαν σπασμούς επιληπτικού. Ξαφνικά τα μάτια της κοίταζαν και πάλι στο κενό ενώ ρουφούσε μικρές πράσινες γουλιές απ' το ποτήρι της.

Ο Τζόναθαν την κοίταξε διερευνητικά και τη ρώτησε :

- "Σούζι, τι παιχνιδάκι είναι αυτό πάλι;"

Η Σούζι φόρεσε το καλύτερό της χαμόγελο :

- "Τι παιχνιδάκι βρε χαζούλη; Ξέρεις το όνομά μου; Ο Αλφόνσο ο κατεργάρης το άνοιξε το στοματάκι του ε;", είπε, κοιτάζοντας τον Αλφόνσο και δίνοντας ψεύτικες περιπαικτικές ξυλιές στον αέρα. "Εντάξει, εδώ στο Gulp of Life με ξέρουν και οι πέτρες...όχι ότι εδώ μέσα έχει πέτρες αλλά...που λέει ο λόγος...κατάλαβες; Πες εσύ ότι με ξέρουν και οι μπάρες και μέσα είσαι!", είπε και χαχάνισε με το οικτρό αστείο της. Ήπιε ακόμη μια πρασινωπή γουλιά :

- "Εσένα πως σε λένε, χαζούλη;"

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Chapter 8

Αγαπητοί αναγνώστες, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τον ήρωά μας Τζοναθαν και τα όσα του συμβαίνουν, θεωρήσαμε πως σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να ανοίξουμε μια μικρή επεξηγηματική παρένθεση.
Πολλά είναι άγνωστα και ασαφή σχετικά με τη ζωή του Τζόναθαν, και πρώτo από όλα το όνομά του. Άραγε, γιατί τον λένε Τζόναθαν???...
Αυτό το κάπως περίεργο όνομα οφείλεται στον πατέρα του, για τον οποίο πάρα πολύ λίγα είναι γνωστά. Ζητήσαμε την βοήθεια του ιδιοφυούς Δόκτορα Κέϊος, ο οποίος υπήρξε ο ψυχαναλυτής του πατέρα του Τζόναθαν για αρκετό καιρό πριν πολλά χρόνια και πριν αυτός (ο πατέρας) εξαφανιστεί μυστηριωδώς χωρίς ίχνη. Παραθέτουμε λοιπόν τη συνέντευξη που πήραμε από τον συμπαθή αλλά και εκκεντρικό Δόκτορα:

Κύριε καθηγητά, πως θα χαρακτηρίζατε τον Πελοπίδα;
Ο Πελοπίδας ήταν ένας εργατικός άνθρωπος! Λίγο τραχύς αλλά ντόμπρος! Άνθρωπος της εργατιάς. Καταλαβαίνετε..!

Πώς ήταν η οικονομική του κατάσταση;
Από ότι μου έλεγε ο ίδιος, δεν ήταν και πολύ καλά. Αν θυμάμαι καλά είχε 4 παιδιά και 2 μπεκ ποτίσματος. Η δουλειά που έκανε σαν ελαιοχρωματιστής, δεν ήταν στα πάνω της εκείνο το καιρό.

Η σχέση σας με τον Πελοπίδα πως ξεκίνησε;
Έψαχνα να βρω έναν τυπικό άντρα με μεγάλες βλεφαρίδες για να με βοηθήσει στην έρευνά μου! Ο Πελοπίδας ήταν ο καταλληλότερος για αυτή τη δουλειά! Μόλις τον είδα κατάλαβα αμέσως ότι αυτός είναι ο άνθρωπος που χρειάζομαι! Με βοηθούσε στην έρευνά μου και σε αντάλλαγμα εγώ του παρείχα υπηρεσίες ψυχαναλυτή! Ήταν ο βοηθός μου και ήμουν ο ψυχαναλυτής του.

Γύρω από τι θέμα γίνεται η έρευνά σας καθηγητά;
Αυτό δε μπορώ να σας το αποκαλύψω.

Πιστεύετε ότι η εξαφάνισή του μπορεί να σχετίζεται με την έρευνά σας;
Σε καμία περίπτωση! Είχαμε άριστη σχέση και ο ίδιος ήτανε πολύ ικανοποιημένος με τη συνεργασία μας! Κάποτε μου εκμυστηρεύτηκε ότι έχει να νιώσει πως κάνει κάτι ουσιαστικό στη ζωή του από τότε που υπηρετούσε στη Λεγεώνα των Ξένων! Αφήστε με είμαι συντετριμμένος.. Έχασα το καλύτερο πειραματόζωο που είχα ποτέ μου (λιγμοί)...

Πειραματόζωο είπατε;
Πειραματόζωο είπα; Συνεργάτης ήθελα να πω! Η συγκίνηση βλέπετε...

Την έρευνα σας τη συνεχίζετε;
Προσπαθώ αγόρι μου.. Προσπαθώ.. Που να βρω τέτοιο διαμάντι σα τον Πελοπίδα; Έχω δοκιμάσει ένα σωρό αλλοδαπούς με ψεύτικες βλεφαρίδες αλλά δεν είναι το ίδιο. Για να δω τις δικές σου βλεφαρίδες λίγο.. Εεε.. Δε μου κάνεις...

Ξέρετε τι μπορεί να οδήγησε τον Πελοπίδα στην εξαφάνισή του;
Δεν έχω ιδέα!

Μα πως είναι δυνατόν να μην έχετε ιδέα; Ψυχαναλυτής του δεν ήσασταν;
Ε ναι, ψυχαναλυτής του ήμουνα! Όχι μέντιουμ! Που να ξέρω εγώ τι σόι ψώνιο τον βάρεσε και σηκώθηκε και εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω 4 μωρά παιδιά και 2 μπεκ ποτίσματος; ....Τώρα που το λες, θυμάμαι τον Πελοπίδα να μου μιλάει συχνά για ένα λοχαγό που είχε γνωρίσει όταν υπηρετούσε στη Λεγεώνα των Ξένων. Τον είχε σώσει λέει από βέβαιο θάνατο σε μία αποστολή στην Αφρική, όταν ο Πελοπίδας πάτησε ένα δηλητηριώδες φίδι.. αυτό το μαύρο μάμπα θαρρώ.. και αυτό γύρισε και τον δάγκασε! Ο λοχαγός ρούφηξε με τα δόντια του το δηλητήριο και έφτιαξε ένα μυστικό ματζούνι με το οποίο τον θεράπευσε!! Μάλιστα, όταν θαύμαζα τις βλεφαρίδες του Πελοπίδα, εκείνος μου έλεγε ότι ο λοχαγός του είχε μεγαλύτερες και πιο θελκτικές βλεφαρίδες! Αχ.. πως τον λέγανε ρε γαμώτο..;

Chapter 7

- "Tι θα πάρει ο κύριος;" είπε ο γλιτζερός μπάρμαν.

- "Ένα λάιμ με βότκ.. εεε.. μία βότκα με λάιμ" είπε ο Τζόναθαν χωρίς να τον κοιτάξει καν.

- "Σούζι εσύ θέλεις να σου βάλω ακόμα ένα αψέντι;" ρώτησε πάλι ο γυμνοσάλιανγκας.

- "Ναι καλέ μου Αλφόνσο! Βάλε μου από εκείνο το καλό" είπε με νόημα η σεξουάλα Σούζι.

Ο Αλφόνσο τσακίστηκε για να ετοιμάσει τα ποτά ενώ ο Τζόναθαν έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος τα ζουμερά βυζόμπαλα της Σούζι! Τον κοιτούσε που την κοιτούσε αλλά περίμενε να της μιλήσει πρώτα αυτός! Την κοιτούσε για 2 λεπτά και 36 δευτερόλεπτα μέχρι που ήρθε ο Αλφόνσο με τα ποτά τα οποία ακούμπησε προσεκτικά στον πάγκο, μαζί με ένα μπολάκι από εκείνες τις πορτοκαλί αηδίες με τα μπιζέλια και έφυγε με την όπισθεν. Ο Τζόναθαν ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και αποφάσισε να της πει μια κουβέντα.

- "Έχω να σε δώ πολύ καιρό! Καλά κρατιέσαι!"

- "Γνωριζόμαστε από κάπου;" είπε δήθεν αδιάφορα η Σούζι.

- "Κάποτε σύχναζες στο βιβλιοπωλείο του κυρ-Τάσου! Σαλαμούρας και Χαλάστρας γωνία. Εγώ τότε έμενα απέναντι και σε έβλεπα από το μπαλκόνι μου που καθόσουνα ώρες ατελείωτες και διάβαζες βιβλία στο γραφειάκι δίπλα στη βιτρίνα! Σε έβλεπα κάθε μέρα και είχα προσπαθήσει να μάθω από τον κυρ-Τάσο για σένα! Δυστυχώς δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από το όνομά σου! Κάθε βράδυ σκεφτόμουνα τα βυζ.. εε.. τα μάτια σου και ένα από αυτά τα βράδια αποφάσισα να σου μιλήσω επιτέλους. Αλλά δεν εμφανίστηκες ποτέ ξανά..."

- "Ναι, δε ξαναπήγα σε αυτό το βιβλιοπωλείο ποτέ μου. Ο κυρ-Τάσος ξέρεις ήταν μεγάλος μπίχτης και με είχε ζαλίσει. Μια μέρα που μου έβαλε χέρι αναγκάστηκα να τον χαστουκίσω και δεν ξαναπάτησα εκεί." είπε η Σούζι διατηρόντας πάντα το μπλαζέ ύφος της.

- "Ά το σάτυρο! Το τζαναμπέτη!" είπε ο Τζόναθαν γεμάτος θυμό.

- "Ας αφήσουμε όμως τον κυρ-Τάσο" είπε η Σούζι γλυκαίνοντας λίγους τόνους τη φωνή της. "Πως σε λένε εσένα;"

- "Τζόναθαν.." είπε ο Τζόναθαν και άρχισε να σφίγγεται το στομάχι του.

- "Από που είσαι καλέ μου Τζόναθαν;"

- "Από τα κάτω Πατήσια!"

- "Και γιατί σε λένε Τζόναθαν; Έχεις καταγωγή από το εξωτερικό;"
Ο Τζόναθαν κόλλησε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ του γιατί τον λένε Τζόναθαν. Προσπαθούσε να θυμηθεί αλλά μάταια. Έφερε στο μυαλό του στιγμές ενώ πήγαινε ακόμα σχολείο και ο καθηγητής του φώναζε "χαζούλη Τζόναθαν πάλι έγραψες κάτω απ'τη βάση". Τους συμμαθητές του που τον νικάγανε στο μπάσκετ και τον κοροϊδεύανε "χαχαχα πούτσα στο Τζόναθαν" και τη μαμά του που κάθε φορά που το φαΐ ήταν έτοιμο τον καλούσε γλυκά "Τζόναθαν καλέ μου, έλα να φας το φαγάκι σου". Μα γιατί τον λένε Τζόναθαν;!

Η Σούζι άρχισε να αναρωτιέται από την μεγάλη διάρκεια της παύσης της κουβέντας τους και φοβούμενη μην έχει πάθει ο Τζόναθαν καμια επιληπτική κρίση κοιτώντας τα βυζιά της τον ρώτησε:
- "Είσαι καλά;"

- "Ε.. εε;; Ναι! Ναι μια χαρά είμαι...! Τι λέγαμε;"

- "Σε ρώτησα γιατί σε λένε Τζόναθαν!"

- "Εε κοίταξε, είναι μεγάλη ιστορία. Θα στη πω κάποια άλλη στιγμή. Τώρα ας μιλήσουμε λίγο για σένα. Τι άλλο κάνεις εκτός από το να διαβάζεις βιβλία;"

- "Τίποτα σχεδόν. Έρχομαι εδώ στο Gulp of Life και γνωρίζω κόσμο. Είναι ωραίο να γνωρίζεις κόσμο! Είναι τόσο διαφορετικοί οι άνθρωποι μεταξύ τους... Εσύ;"

- "Τι εγώ;"

- "Εσύ τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι;"

- "Τίποτα το ενδιαφέρον μωρέ. Δουλεύω σε ένα κατάστημα που πουλάει ρέπλικες μεσαιωνικών όπλων στο Χαϊδάρι. Ξέρεις σπαθιά, βαλίστρες και τέτοια! Πωλητής είμαι."

- "Και σου αρέσει η δουλειά σου;" ρώτησε η Σούζι με λίγη δόση σεξουαλικότητας παραπάνω.

- "Ναι μωρέ καλή είναι. Ξέρεις, το να είσαι ανάμεσα σε τόσα ωραία αντικείμενα που θυμίζουν άλλη εποχή, είναι κάπως.. ενδιαφέρον" είπε ο Τζόναθαν λέγοντας ψέμματα και συνέχισε: "Τα περισσότερα από αυτά είναι τόσο ακριβή αντίγραφα που άνετα μπορούν να σκοτώσουν! Αν όχι να σκοτώσουν, κανα μάτι το βγάζουν σίγουρα! Τις προάλλες μας έφεραν ένα ξίφος που......... ΦΤΟΥΥΥΥ!!!!"

Ο Τζόναθαν θυμήθηκε πως ξέχασε να πάει στη δουλειά του σήμερα και ακόμα χειρότερα να πάρει το αφεντικό του τηλέφωνο για να του πει καμια ψεύτικη δικαιολογία. Αμέσως έβγαλε το κινητό του που το είχε ξεχάσει στο αθόρυβο και είδε ότι έχει 27 αναπάντητες κλήσεις! Όλες από τον Ιορδάνη, το αφεντικό του!
"Αμάααν... Θα με γαμήσει ο Ιορδάνης" είπε σχεδόν κλαίγοντας και έριξε το κεφάλι του ανάμεσα στους αγκώνες.

Chapter 6



Τα ίχνη τον οδήγησαν αρκετά μακρυά. Προχώρησε στα αδιάφορα στενά της πόλης, έως ότου έφτασε σε μία κοινή εσοχή δύο πολυκατοικιών .
Σκουπιδοτενεκέδες τιγκαρισμένοι με βρωμερά απορρίματα. Ξεσκισμένες σακούλες από νύχια γάτας και χυμένα αποφάγια επάνω στο δρόμο. Όλα αυτά, καθώς και μία εμετική οσμή πλαισίωναν την είσοδο ενός ημιυπογείου.
Τα ίχνη σταματούσαν εκεί.
Σήκωσε το κεφάλι και κόιταξε πάνω από την πόρτα την φθορίζουσα επιγραφή "Gulp of Life" . Ητάν ένα bar, ένα καταγώγι που υπο άλλες συνθήκες δεν θα έκανε ποτέ του τον κόπο να του ρίξει δεύτερη ματιά.
Βιαστηκά άνοιξε την πόρτα για να αποφύγει την δυσοσμοία των σκουπιδιών και βρέθηκε στην κορυφή μίας φιδογυριστής σκάλας μέσα σε έναν σκοτεινό προθάλαμο. Μια δεύτερη πόρτα ξεχώριζε χαμηλά στο βάθος. "Αυτή θα πρέπει να είναι η κύρια είσοδος...επιτέλους !" Κατεβαίνοντας την σκάλα θυμήθηκε τον φόβο που ένιωθε μικρός όταν του ζηταγε η γιαγιά του να πάει στο κελάρι για να της φέρει λάδι και κρεμύδια. Το έτρεμε εκείνο το κελάρι. Η μουσική τον επανέφερε στο παρόν. Είχε φτάσει. Ανοιξε την πόρτα... "Ο θεέ μου ευχαριστώ !"
Γυναίκες... Τόσες πολλές, τόσες όμορφες sexy γυναίκες... δεν είχε ξαναδεί ποτε στη ζωή του τέτοιο πράγμα...Ενα μπαρ γεμάτο ΜΟΝΟ απο γυναίκες. Ίσως ήταν ο μόνος άντρας εκεί μέσα. Προχώρησε λίγα μέτρα πιο μέσα, σκοντάφτοντας επάνω σε βυζά και τρεκλιζοντας επάνω σε κάτι κώλους. Όλες τους τον κοιτούσαν με βλέμμα λάγνο σαν να ήθελαν να του πουν "ξέσκισε με εδω και τωρα ". Ξαφνικά τα μάτια τού άνοιξαν διάπλατα με αυτό που αντίκρυσε. Δίπλα στο μοναδικό άδειο σκαμπό του μαγαζιού βρίσκονταν εκείνη.. Η Τέμπορα ! Εεε...η Σούζι. Φτιαγμένη ακριβως όπως την είχε πλάσει η φαντασία του... Με το λευκό σούπερ μικροσκοπικό φόρεμα της και τα βαριά της στήθη να ανταγωνίζονται το ένα με το άλλο για να ξεκλέψουν λίγα κυβικά εκατοστά πολύτιμου χώρου μέσα στο κολασμένα ασφυκτικό μπούστο της. Καθισμένη στην άκρη του μπαρ κοιτάζοντας τον, ανοιγόκλεινε τα υπέροχα μπούτια της στον ρυθμό της μουσικής. Όλα ήταν σαν σε όνειρο. "Βεβαίως και θα πας να της μιλήσεις ηλίθιε μπουχέσα" είπε στον εαυτό του λίγο πρίν ξεκινήσει.
Όλα ήταν σαν σε όνειρο αυτο το βράδυ. Όλα εκτός από εκείνον τον παλιομπάσταρδο τον μπάρμαν. Κοιτούσε τον Τζόναθαν με τα μικροσκοπικά κακόβουλα ματάκια του από την στιγμή που μπήκε στο μαγαζί και χαμογελούσε γεμάτος πονηριά. Έπειτα μόλις τον είδε να κάθετε δίπλα στη Σούζι έτρεξε να πάρει την παραγγελεία θυμίζοντας αράχνη που τρέχει να τυλίξει το θύμα στον ιστό της.

Chapter 5


ΝΥΧΤΑ....

"Νυχτα ???"

"Νύχτα."

Ανοιγει τα μάτια και είναι νύχτα. Μέχρι να προσαρμοστεί στην έλλειψη φωτός δεν βλέπει τίποτα. Το μίκρο του κεφάλι πάει να σπάσει από τον πόνο και το μπέρδεμα. Μα να... τα πρώτα περιγράμματα εμφανίζονται. Ο δρόμος, τα αυτοκίνητα, τα κτήρια, όλα είναι εκεί πάλι. Τώρα όμως βλέπει και κάτι άλλο.
Είναι πολλά φωτεινά ίχνη. Φωσφορίζουσες πατημασιές από ανθρώπους. Όλοι όσοι βρίσκονται έξω φαίνεται να αδιαφορούν. Όλοι εκτός από κείνον.
"Δεν μπορεί"
"Τι ειναι όλ αυτά ?"
Οι πατημασιές ξεκινούσαν από πολλά διαφορετικά μέρη, όμως όλες τους ακολουθούσαν μία συγκεκριμένη διαδρομή. Το στενάκι λίγο παρακάτω είχε αποκτήσει μία απόκοσμη λευκή αύρα, τόσο πυκνά ήταν τα ίχνη που περνούσαν από εκείνο το σημείο. Αποφάσισε πως θα πάει από κει.
Δεν είχε πλέον τίποτε άλλο σημασία. Τίποτα εκτός από την Σούζι.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Chapter 4

Πρέπει να είχε ήδη κατηφορίσει 8 -από τα πολλά- στενά στον πρωινό δρόμο της καθημερινής του ρουτίνας για την δουλειά, όταν κατάλαβε πως ο γρίφος είχε χωθεί καλά μέσα στο μυαλό του. Παρά την ελαφριά μελαγχολία μιας σχεδόν αποτυχημένης μαλακίας, αισθανόταν ενθουσιασμένος και συνεπαρμένος από την τροπή του τελευταίου του ονείρου. Κάθε τι γύρω του έμοιαζε με ένα πράσινο κουτάκι χάινεκεν, έτοιμο να αποκαλύψει το μυστικό που βασιλεύει πίσω του. Έτοιμο να του προσφέρει το τρυφερό κωλαράκι της Σούζι στο ήδη μεγαλύτερο από την καύλα πέο του. 
"Σκατά" ψιθύρισε και ανασκουμπώθηκε, μιας και το τζιν, το γρήγορο περπάτημα και η γκαβλάντα έγιναν απότομα ένας οδυνηρός συνδυασμός. "Πρέπει να βγάλω από το γαμημένο το κεφάλι μου την Σούζι αν θέλω να καταφέρω  να βρω την άκρη" μονολόγησε σχεδόν δυνατά, μήπως και ακουστεί πιο πειστικός στον ίδιο του τον εαυτό. Και άνοιξε το βήμα του. 
Είχε σχεδόν φτάσει στο μίζερο προορισμό του, όταν στην τελευταία στροφή που πήρε έπεσε με φόρα πάνω σε κάτι που μόνο ως τοίχο θα μπορούσε να περιγράψει από το σοκ και τον πόνο που του προκάλεσε. Σωριασμένος στο έδαφος, τίναξε το λιγδωμένο κεφάλι του δεξιά και αριστερά και σήκωσε το βλέμμα του να βρει τι ήταν αυτό που τον ισοπέδωσε. Το βλέμμα του πάγωσε. "Μα τις χίλιες πουτσαρίνες... δεν... δεν είναι δυνατόν..." ψέλλισε έντρομος.  

Chapter 3

Provided by Pascal

Ξαναείδε όνειρο. Όχι, όχι το χταπόδι με τα δρακουλίνια. Ούτε τον φίλο του τον Παύλο να χτενίζει ένα γάιδαρο (το είχε δει αυτό, ναι, πέρσι το Πάσχα).
Είδε την Σούζι. Κομπλέ. Και με τα ωραία της βυζιά, τις ματάρες της, την κωλάρα της. Απ' όλα. Την είδε και -μα το Θεό- αν είχε οχτώ χέρια θα την έπαιζε και με τα οχτώ.
Φορούσε ένα άσπρο, κοντό μίνι φόρεμα και τίποτα άλλο. Α, συγνώμμη, κι' ένα μικρό κόκκινο καπέλο, σαν δαχτυλίθρα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Λοιπόν, του ήρθε η αρχιγκομενάρα η Σούζι στον ύπνο του χωρίς βρακί, ξυπόλητη, με το άσπρο φορεματάκι και τι του είπε:

Τι; αναρωτιέσαι θλιβερέ αναγνώστη. Λιγούρη αναγνώστη.

ΤΙ;

Του είπε αυτό: "Βρες αυτό που βασιλεύει πίσω από το πράσινο κουτάκι χάινεκεν!"

"ΒΡΕΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΟΥΤΑΚΙ ΧΑΙΝΕΚΕΝ!"

Ξύπνησε με το όνειρο σαφέστατο και φρέσκο. Όσο τράβαγε την πρωινή του μαλακία, επαναλάμβανε: "Σούζι μου, θα το βρω. Θα το βρω αυτό που βασιλεύει πίσω από το πράσινο κουτάκι χάινεκεν.."

"Αχ, θα το βρω, ααααχ ααααααχ..."

Chapter 2

Ντρρ...Πρρρρρρρρρρρ...ρρρριννννγκ.... Τα μάτια του άνοιξαν και μια έκφραση αγωνίας χαράκτηκε στο πρόσωπό του. "Τι να συνέβει;"... αναρωτήθηκε μέσα του. Ήταν το ξυπνητήρι ή κατάφερε να ξυπνήσει από την ίδια του την κλανιά; Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Δε μπόρεσε να κατάλαβει αμέσως και έμεινε ξαπλωμένος να ξαναπαίζει στο μυαλό του ότι μπορούσε να θυμηθεί από τη στιγμή που ξύπνησε. Όσο και αν προσπάθησε δε μπόρεσε να τοποθετήσει χρονικά τα δυο γεγονότα. Είχε όμως τον τελευταίο λόγο. Άλλωστε ήταν δική του η ιστορία. Ύστερα από μερικά λεπτά κατάφερε να πείσει τον εαυτό του ότι τα είχε καταφέρει. Δε θα μάθουμε ποτέ αν ήταν αλήθεια ή αν τα κωλοβακτηρίδια που απελευθερώθηκαν στο δωμάτιο μόλις σήκωσε την κουβερτά τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα. "Ω!! Τι τρόπος και αυτός για να ξεκινήσει η μέρα σου...", σκέφτηκε όλο χαρά και κοίταξε το χαμόγελο στο προσωπό του καθώς περνούσε μπροστά από τον καθρέπτη. Αυτό που δε κοίταξε όμως ήταν το σπασμένο λάστιχο του πλυντηρίου στο οποίο περδικλώθηκε και σωριάστηκε χάμω χτυπόντας το κεφάλι του!
- "ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!" φώναξε!
- "Τι σου φταίει βρε η Παναγία;" ακούστηκε μια φωνή γιαγιάς από το απέναντι μπαλκόνι!
-
"Α ΓΑΜΗΣΟΥ ΣΚΑΤΟΓΡΙΑ" ούρλιαξε πίσω ο Τζόναθαν και βυθίστηκε ξανά σε λίθαργο.

Chapter 1

"Φύγε καταραμένο χταπόδι! Δεν έχω άλλα δρακουλίνια! Και μη με ξαναενοχλήσεις ποτέ! Αρκετά με ταλαιπώρησες με την ηλίθια μουσική σου και αυτές τις κεραυνοπατάτες!" φώναξε στο ύπνο του και άνοιξε τα μάτια του που αμέσως άρχισαν να τσούζουν απ’ τον ιδρώτα.

"Σκατά!" ψιθύρισε.. "Μέχρι και στον ύπνο μου βλέπω μαλακίες..."

Σηκώθηκε και πήγε στη τουαλέτα να κατουρήσει ξύνοντας την κωλοτρυπίδα του, πάνω απ’το βρακί του. Καιρό τώρα τον φαγουρίζει η κωλοτρυπίδα του κάθε φορά που ιδρώνει. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν καμιά αιμορροΐδα ή κανας μύκητας ή καμιά δερματίτιδα γενικότερα. Δεν πήγαινε όμως σε κάποιο γιατρό να του πει τι είναι αυτό που τον ενοχλεί εκεί κάτω! Φοβόταν μήπως του πει ότι έχει κάτι σοβαρό. Από πάντα ήταν μεγάλος μπουχέσας με τους γιατρούς και τις αρρώστιες. Όχι υποχόνδριος. Μόνο μπουχέσας!

Αφού κατούρησε, δεν τράβηξε το καζανάκι. Δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο δεν τράβηξε το καζανάκι. Απλά δεν το τράβηξε! Κοίταξε τη μούρη του στον καθρέφτη. "Τζόναθαν πρέπει να συνέλθεις. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Πρέπει να συν-έλ-θεις!" Έριξε λίγο νερό στα μούτρα του και πήγε να ξαπλώσει πάλι για το υπόλοιπο της νύχτας που του απέμεινε για να κοιμηθεί. Πριν ξαπλώσει, έριξε μια ματιά στο ψηφιακό του ξυπνητήρι. Ήταν σα να του έλεγε: "Σε μία ωρίτσα θα σε ξυπνήσω Τζόναθαν! Θα σε ξυπνήσω βίαια και απότομα! Και εσύ θα ντυθείς για να πας στη δουλειά σου Τζόναθαν! Ναι, στη δουλειά σου… Τζόναθαν!" Ο Τζόναθαν ξάπλωσε μπρούμυτα και άρχισε να φαντάζεται ότι πετάει το ξυπνητήρι στο κεφάλι του αφεντικού του . Το φαντάστηκε πολλές φορές με διάφορες παραλλαγές. Μία φορά το πέταξε κάθετα με όλη του τη δύναμη. Μία άλλη το πέταξε ψηλοκρεμαστά. Μία άλλη το πέταξε ψηλά και το εκσφενδόνισε με ένα ρόπαλο στον αέρα για να καταλήξει και πάλι με ορμή στο κεφάλι του αφεντικού του! Σκεφτότανε συνέχεια το ίδιο και το ίδιο, μέχρι που τον ξαναπήρε ο ύπνος.