Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Chapter 20

Χειμώνας του 1965 στη πόλη της Κορλοουγλάνης. Τα δέντρα που κοσμούν το προαύλιο του Πανεπιστημίου, γυμνά από τα φύλλα τους, υποδέχονται τον νεαρό διδάκτορα ο οποίος κατευθύνεται με ταχύ βήμα προς το τμήμα νευροψυχολογίας. Ο νεαρός διδάκτορας κρατάει σφιχτά ένα χαρτοφύλακα με στοιχεία από την τελευταία του ερευνητική δραστηριότητα την οποία και ετοιμάζεται να δημοσιεύσει. Ο παγωμένος αέρας έχει ξεράνει την επιδερμίδα στο κατσουφιασμένο πρόσωπό του χωρίς όμως να φαίνεται να τον ενοχλεί. Τα μικρά σκοτεινά μάτια του προδίδουν τις ατελείωτες ώρες ταλαιπωρίας και ξενυχτιού ενώ το χαμόγελο που διαγράφουν τα ξεραμένα χείλη του εκπέμπει μια μοχθηρή ικανοποίηση.

"Επιτέλους!" μονολογεί. "Ήρθε η ώρα της αναγνώρισης! Θα σταματήσουν όλοι να με αποκαλούνε αιρετικό και τσαρλατάνο. Η θεωρεία μου της Υπερσπηλαιωτικής Ύπνωσης θα πάψει πλέον να είναι απλά μια θεωρεία! Πόσα πράγματα θα μπορούσε να επιτύχει κανείς με τη μέθοδό μου;" συνέχισε παραληρώντας. "Θα μπορούσε να εξαφανίσει οποιοδήποτε ψυχολογικό τραύμα σε οποιονδήποτε διαταραγμένο άνθρωπο! Θα μπορούσε να κάνει τους θρησκόληπτους να ξεχάσουν τις σαχλές ιδέες τους! Θα μπορούσε να δημιουργήσει αφοσιωμένους στρατιώτες ικανούς για οποιοδήποτε εγχείρημα!" Εξακολουθώντας να μιλάει στον εαυτό του χώθηκε μέσα στο επιβλητικό κτήριο του τμήματος νευροψυχολογίας. Με το που έκλεισε η πόρτα, ξεπρόβαλε πίσω από ένα δέντρο ένας ψηλός γυμνασμένος άντρας με μεγάλες πλάτες ο οποίος και προφανώς άκουσε το παραληρηματικό μονόλογο του νεαρού διδάκτορα. "Τι ετοιμάζεις Λάρρυ;" είπε στον εαυτό του και κατευθύνθηκε και αυτός προς την πόρτα.

Το ίδιο βράδυ ο ψηλός άντρας έστησε καρτέρι έξω από το γραφείο του νεαρού διδάκτορα ο οποίος έφτιαχνε τις τελευταίες λεπτομέρειες τις δημοσίευσής του. Που και που, άκουγε τον Λάρρυ να γελάει διαβολικά ή να ψιθυρίζει συνωμοτικά. Δε βγήκε καθόλου από το γραφείο του παρα μόνο μία φορά για να κατουρήσει, κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα. Όταν τελικά η ώρα πήγε τέσσερις τα ξημερώματα, ο ψηλός άντρας άκουσε τον Λάρρυ να ουρλιάζει: "ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΦΑΣ ΤΗ ΣΚΟΝΗ ΜΟΥ ΚΥΡΙΕ... ΚΕΪΟΣ!" Δευτερόλεπτα αργότερα, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω κρατώντας ένα πάκο περίπου οχτακοσίων σελίδων! Αμέσως ο ψηλός άντρας τινάχτηκε από τη κρυψώνα του κοψοχολιάζοντας τον Λάρρυ και με παγωμένο ύφος του είπε:

-"Δεν το νομίζω Λάρρυ."

-"ΕΣΥ;;! ΜΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣ;;" τσίριξε και αμέσως κοίταξε γύρω του αναζητώντας διέξοδο.

-"Πάντα Λάρρυ! Δε σε άφησα ποτέ από τα μάτια μου!" είπε ψύχραιμα ο γεροδεμένος άντρας. "Τώρα δώσε μου τον πάκο που κρατάς!"

-"ΠΟΤΕ! ΠΟΤΕ!" τσίριξε μοχθηρά και άρχισε να τρέχει.

Ο ψηλός άντρας βρισκότανε σε άριστη φυσική κατάσταση μιας και είχε παρακολουθήσει μαθήματα νιντζίτσου στη Βουλγαρία. Όπως ήταν φυσικό λοιπόν, πρόλαβε τον νεαρό καχεκτικό διδάκτορα και με μια επιδέξια τρικλοποδιά-σκούπα τον σώριασε χάμω σκορπίζοντας τον πάκο με τις σελίδες στο πάτωμα. Έπειτα αρπάζοντάς τον γρήγορα απ’ το λαιμό, τον σήκωσε ξανά στα πόδια του.

-"Μη με κάνεις να σου ξανακάνω πράγματα που δε θέλω Λάρρυ" είπε ψιθυρίζοντας στο αυτί του.

O Λάρρυ χλόμιασε αμέσως.

-"Εντάξει.. Εντάξει.. πάρτα όλα…" είπε τρεμάμενα.

-"Τώρα θέλω να μη σε ξαναδώ στο πανεπιστήμιο της Κορλοουγλάνης. Για την ακρίβεια δε θέλω να σε ξαναδώ σε ολόκληρη την Κορλοουγλάνη. Θέλω να μαζέψεις τα ποταπά πειραματόζωα σου από το εργαστήριο και να εξαφανιστείς! Δε με ενδιαφέρει που θα πας. Αρκεί να μην είσαι κοντά σε μένα και στους φοιτητές μου! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;;"

-"Ε..ε..εντάξει" είπε μισοκλαίγοντας ο Λάρρυ αφήνοντάς τα γόνατά του να λυθούνε.

-"Μου προκαλείς αηδία μόνο που σε βλέπω. Εξαφανίσου τώρα γλιντζερό πλάσμα!"

Ο Λάρρυ σηκώθηκε αργά και άρχισε να απομακρύνεται τρεκλίζοντας. Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο, γύρισε πίσω και τσίριξε με όλη τη δύναμη του:

-"ΔΟΚΤΩΡ ΑΝΑΞΗΜΑΝΔΡΕ ΚΕΪΟΣ… ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ! ΣΤΟ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ!"

-"Θα μου κλάσεις τα αρχίδια" είπε ο ψηλός άνδρας μαζεύοντας τις σκόρπιες σελίδες του Λάρρυ.

Αφού τελικά τις μάζεψε και τις ταξινόμησε όλες, ο Δόκτωρ Κέιος πήγε στο γραφείο του για να τις διαβάσει. "Για να δούμε τι ετοίμαζες Λάρρυ" είπε και αμέσως στρώθηκε στη μελέτη….

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Chapter 19

Έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Έβγαλε αργά τα κλειδιά από τη τσέπη του ψευδοσφυρίζοντας το σκοπό του Suzie Q που του είχε κολλήσει από τη στιγμή που έφυγε από το φαστφουντάδικο και μία το σιγοτραγουδούσε, μία σταμάταγε και παραμιλούσε στον εαυτό του λέγοντας ότι είναι μια χαρά. Άνοιξε τη πόρτα και άρχισε να ανεβαίνει αργά τα σκαλιά μέχρι το ασανσέρ. Καθόλη τη διάρκεια που βρισκόταν στο ασανσέρ συνέχισε να τραγουδάει και να παραμιλάει, κάνοντας τις γνωστές τυφλές μηχανικές κινήσεις αναζήτησης του κλειδιού της πόρτας του διαμερίσματός του. Βρέθηκε λοιπόν στο σκοτεινό διάδρομο έξω από το διαμέρισμά του, όπου αφηρημένος συνέχισε να τραγουδάει σχεδόν ουρλιάζοντας “Suzie Q, Oh Suzie Q” ακριβώς όπως ο Fogerty λίγο πριν το τέλος του τραγουδιού. “ΣΚΑΣΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ” ακούστηκε με απόηχο μία φωνή από κάποιο άλλο διαμέρισμα, φέρνοντάς τον αμέσως στη πραγματικότητα. Ο Τζόναθαν έκανε να βάλει το κλειδί στη πόρτα αλλά πριν το κάνει διαπίστωσε ότι ένα πράσινο φως αχνοφαίνονταν από τη χαραμάδα μεταξύ της πόρτας και του δαπέδου. Την ίδια στιγμή μια γνώριμη μπόχα του γαργάλισε τα ρουθούνια. “Είμαι μια χαρά…!” είπε ο Τζόναθαν ξανά στον εαυτό του και έκανε δυο βήματα πίσω. Κοίταξε από απόσταση τη πόρτα και αμέσως μετά δεξιά και αριστερά για να βεβαιωθεί ότι στην αφηρημάδα του δεν πήγε σε λάθος διαμέρισμα. Όλα έδειχναν ότι δεν είχε κάνει λάθος. Αναζήτησε τυφλά στον τοίχο το κουμπί για το φώς, το οποίο βρήκε και πάτησε αλλά δεν άναψε. Αμέσως έστρεψε το βλέμμα του προς το κουμπί και συνέχισε να το πατάει ώσπου τελικά πείστηκε ότι δεν πρόκειται να ανάψει. Μόλις ξαναγύρισε το βλέμμα του προς τη πόρτα, είδε πως δεν υπάρχει κανένα φως κάτω από τη χαραμάδα. “Είμαι μια χαρά!!” ξαναείπε στον εαυτό του, έβαλε το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξε.

Με το που μπήκε μέσα, η πόρτα πίσω του έκλεισε δυνατά! Ο Τζόναθαν έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος τη μεγάλη φιδογυριστή σκάλα που βρέθηκε μπροστά του. Την ίδια σκάλα που είχε κατέβει σήμερα το πρωί (ή ότι ώρα ήταν) και που τον οδήγησε στο Gulp of Life. “Είμαι μια χαρά!” ξανάπε. Έκανε μεταβολή και άνοιξε πάλι την πόρτα για να αντικρίσει αυτό που φοβότανε. Σκουπίδια, χυμένα αποφάγια ενώ η γνωστή μπόχα του τρύπησε τα μυνήγγια! “Σκατά!!” Έκλεισε πάλι την πόρτα και ξεκίνησε να κατεβαίνει τη σκάλα ενώ έτρεμε ολόκληρος. Στο μυαλό του ήρθε ξανά η ανάμνηση της γιαγιάς του που του ζήταγε να πάει στο κελάρι για να της φέρει λάδι και κρεμμύδια. Η μουσική ακουγότανε πιο σιγά αυτή τη φορά. Λίγο πριν ανοίξει τη δεύτερη πόρτα, κοντοστάθηκε και άρχισε να μιλάει επιτακτικά στον εαυτό του: “Τζόναθαν! Είσαι μια χαρά! Κάποιος σου κάνει πλάκα! Θα μπεις μέσα λες και δε τρέχει τίποτα. Θα βρεις τη Σούζι, θα ζητήσεις εξηγήσεις. Θα πεις ότι αυτό το αστείο, ότι και να είναι, πρέπει να τελειώσει και ότι εσύ δε γελάς καθόλου! Θα πεις ότι ένα αστείο είναι αστείο όταν γελάμε όλοι! Αυτό θα πεις!” Άνοιξε λοιπόν και αυτή την πόρτα και αντίκρισε το ίδιο σκηνικό που θυμότανε. Παντού μόνο γυναίκες! Ζουμερές και sexy! Όλες ντυμένες πρόστυχα! Πρέπει να ήταν περισσότερες μάλιστα αυτή τη φορά. Ίσως πάνω από 30! Κι όμως αυτή τη φορά ο Τζόναθαν δε καυλαντίστηκε καθόλου! Έψαχνε ανάμεσα στα βυζιά και στους κώλους να βρει τη Σούζι! Πουθενά όμως! Η Σούζι δε βρισκότανε εκεί. Όπως και ο Αλφόνσο ο γλίντζης, στη θέση του οποίου ήταν μια ξανθιά γυναίκα. Ψηλή και ζουμερή όπως και οι υπόλοιπες! Λίγο πιο νταβραντισμένη και ίσως λίγο μεγαλύτερη αλλά εξ’ ίσου μουνάρα! Ο Τζόναθαν πήγε απευθείας να της μιλήσει:

-“Που είναι η Σούζι;” ρώτησε με ύφος ο Τζόναθαν. Η ξανθιά barwoman η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή χαχάνιζε με τις άλλες γκόμενες του μαγαζιού, γύρισε και τον κοίταξε με ένα ευχάριστο βλέμμα έκπληξης.

-“Για σου γλυκέ μου! Τι μπορώ να κάνω για σένα;” είπε με βαθειά φωνή.

-“Άαασε τα φιλοσοφικά! Θέλω να μου πεις αμέσως που είναι η Σούζι;”

-“H Σούζι δεν είναι εδώ γλυκέ μου. Δε ξέρω που είναι.”

-“O Αλφόνσο; Που είναι ο Αλφόνσο;”

-“O Αλφόνσο έχει ρεπό γλυκέ μου!”

-“O AλΦόνΣο έΧΕι ΡεΠό γΛυΚέ μΟυ” επανέλαβε κοροϊδευτικά ο Τζόναθαν μιμούμενος τη βαθειά φωνή της! “Τι ρεπό και αρχίδια; Αφού το πρωί ήταν εδώ!”

-“Δε ξέρεις τι λες μάλλον γλυκέ μου! Το πρωί το μαγαζί δεν είναι ανοιχτό. Και θα σου πρότεινα να προσέχεις τη γλώσσα σου! Σε αυτό το μαγαζί έχει πολλές κυρίες όπως βλέπεις!”

-“Χα! Κυρίες! Αυτά τα ξεκωλίδια; Τελοσπάντων… Θέλω να μου πεις αμέσως που βρίσκομαι!”

-“Στο Gulp of Life γλυκέ μου! Στο μπαρ των αισθήσεων… Δεν είδες τη φωτεινή επιγραφή πριν μπεις μέσα;”

-“ΟΧΙ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΠΡΙΝ ΜΠΩ ΣΤΟ ΜΠΑΡ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, ΗΜΟΥΝΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!” γκάριξε ο Τζόναθαν και χτύπησε το χέρι του στον πάγκο. Η μουσική σταμάτησε και αμέσως ο Τζόναθαν έγινε για ακόμα μια φορά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για ολόκληρο το μαγαζί. Η barwoman τον κοίταζε συνοφρυωμένη έχοντας το αριστερό της χέρι κάτω από τον πάγκο. “Ψυχραιμία Τζόναθαν” είπε στον εαυτό του. “ Είσαι μια χαρά! Ψυχραιμία γιατί το χάνεις!”

-“Είσαι καλά;” ρώτησε η barwoman χωρίς να τον πει «γλυκό της».

-“Είμαι μια χαρά” αποκρίθηκε ο Τζόναθαν. “Λοιπόν πάμε απ’ την αρχή. Θέλω να μου πεις, σε παρακαλώ, που βρίσκομαι;”

-“Μα σου είπα γλυκέ μου! Στο Gulp…”

-“Ναι ναι! Που βρίσκομαιιι;;;” διέκοψε ο Τζόναθαν. “Που είναι το Gulp of Life; Είμαι στην Αθήνα; Στην Ελλάδα; Είμαι στη Γη; Είμαι σε άλλο γαλαξία; Είμαι σε άλλη διάσταση; Είμαι στη κόλαση; Που στο διάολο βρίσκομαι;”

-“Είσαι ακριβώς εκεί που θέλεις να είσαι γλυκέ μου. Είσαι ακριβώς εκεί που… πρέπει να είσαι.”

-“Μάλιστα…. Είμαι ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαι...” είπε ο Τζόναθαν ειρωνικά. “Αρχίσαμε πάλι τις μαλακίες.. Πως σε λένε αλήθεια;”

-“Βερόνικα!”

-“Σούζι.. Βερόνικα.. Τι πουτανιάρικα ονόματα είναι αυτά..; Πουτάνες είστε όλες εδώ μέσα;”

-“Ενώ το Τζόναθαν ακούγεται πολύ παραδοσιακό όνομα μαλάκα!” είπε κοφτά η Βερόνικα αποσύροντας το βαθύ τόνο της φωνής της και ξαναέβαλε το αριστερό της χέρι κάτω από τον πάγκο.

-“A μπα!! Από το «γλυκέ μου» στο «μαλάκα»; Και για να έχουμε το καλό ερώτημα, πότε σου είπα το όνομά μου; ΓΛΥ-ΚΙΑ-ΜΟΥ;; Έχετε βαλθεί να με τρελάνετε με τις μαλακίες σας; Θα τα σπάσω όλα ΕΑΝ ΔΕ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΑΜΕΣΩΣ ΠΩΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΒΡΕΘΗΚΑ ΠΑΛΙ Σ'ΑΥΤΗ ΤΗ ΤΡΥΠΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ!!”

-“Εεε άει στο διάολο πια” είπε η Βερόνικα και αμέσως σήκωσε το χέρι της που έκρυβε κάτω από το πάγκο κρατώντας στην άκρη του ένα λαστιχένιο γκλοπ το οποίο και προσγείωσε με δύναμη στα μούτρα του Τζόναθαν.

Ο Τζόναθαν ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα χάνοντας για πολλοστή φορά τις αισθήσεις του μέσα σε μία μέρα. Στον ύπνο του είδε ότι βρισκότανε σε μια χασαποταβέρνα στο Μέτσοβο και έτρωγε κοντοσούβλι ενώ απέναντί του καθότανε η Νάνα Μούσχουρη η οποία τον κοίταζε και έβαζε δάχτυλο στο μουνί της. Ο Τζόναθαν ξύπνησε πάλι με τρομερούς πονοκεφάλους. Άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως βρισκότανε στο κρεβάτι του. Το ρολόι έδειχνε 10 και μισή το πρωί. Σηκώθηκε, πήγε προς τη τουαλέτα, σκόνταψε στο λάστιχο, κατούρησε στη χέστρα και αντίκρισε τη μούρη του στο καθρέφτη. Το δεξί του μάτι ήταν μαυρισμένο και πρησμένο. “Δεν είμαι τρελός!” ψιθύρισε. “Είμαι μια χαρά!! Θα σας γαμήσω όλους! Είμαι μια χαρά!!”

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Chapter 18

Ο ρυπαρός αέρας του αθηναϊκού κέντρου είχε μια σχεδόν αναζωογονητική επίδραση στη διάθεση του Τζόναθαν μετά την απόκοσμα κλειστοφοβική εμπειρία στο ιατρείο του Δρα Κέιος. Μπορεί σπάνια να το παραδεχόταν ανοιχτά, αλλά στο Τζόναθαν άρεσε η ιδιαίτερη οσμή που ανέδιδαν οι ανήλιοι δρόμοι της Αθήνας, ένα μείγμα αναθυμιάσεων από καμένα λάδια, εξατμισμένα ούρα, σάπιο φαγητό και χιλιοπατημένα αποτσίγαρα. "Οι πόλεις έχουν τη δική τους μυρωδιά, όπως και οι άνθρωποι", σκέφτηκε και στιγμιαία τον περιέλουσε ένα κύμα αγαλλίασης, σαν να είχε μόλις ανακαλύψει μια γνώση που θα μπορούσε ν' αλλάξει τον κόσμο. Κοντοστάθηκε, τράβηξε μια γερή τζούρα αέρα και κοίταξε τριγύρω. Πεζοδρόμια, καταστήματα, οχήματα κι άνθρωποι ήταν καλυμμένα από ένα εξαιρετικά λεπτό στρώμα λαδερής καπνιάς που, αν και ήταν μόλις αντιληπτή, έκανε τα πάντα να μοιάζουν πιο μαυριδερά από όσο ήδη ήταν. Ο ιχώρ της πόλης! Ο αέρας εισέβαλε στο λάρυγγα του Τζόναθαν και, μαζί με τη γνώριμη οσμή, ερέθισε και τη γεύση του με μια αίσθηση υδρογονάνθρακα, σκληρή και απάνθρωπη, που απλώθηκε στο πίσω μέρος του ουρανίσκου του και που, ο Τζόναθαν σκέφτηκε, δεν πρέπει να διέφερε πολύ από το να γλείφει τη λαδίλα του πεζοδρομίου.

Συνέχισε να περπατά με κατεύθυνση το σπίτι του κι αποφάσισε να συνεχίσει ως εκεί με τα πόδια. Δεν αισθανόταν κουρασμένος σωματικά, άλλωστε δεν είχε δουλέψει καθόλου σήμερα αλλά το νευρικό του σύστημα είχε δοκιμαστεί σοβαρά μ' όλα αυτά τα παράξενα γεγονότα και μια τρίτη συνάντηση με ταρίφα μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο δε θα ήταν και η καλύτερη ιδέα. Είχε πάρει να σουρουπώνει και το μονότονο soundtrack της πόλης με τα κορναρίσματα και τα μαρσαρίσματα είχε μειωθεί αισθητά σε ένταση και αγριότητα. Ένα αόριστο αίσθημα πείνας άρχισε να διαμαρτύρεται δειλά από τα βάθη του στομαχιού του. Ο Τζόναθαν σκέφτηκε ότι η πείνα του ήταν ένα δείγμα υγείας, ένα σημάδι ότι ο οργανισμός του επέστρεφε στη συνηθισμένη του ρουτίνα, στις απλές και πεζές του βασικές λειτουργίες και χάρηκε γι' αυτό γιατί στο μυαλό του Τζόναθαν καθετί πεζό ήταν συνώνυμο με το φυσιολογικό. Και αυτή ειδικά τη στιγμή ο Τζόναθαν δεν είχε ανάγκη από τίποτε άλλο παρά από μια ισχυρή δόση πεζότητας. Θυμήθηκε με ευχαρίστηση ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει στο μαγαζί. Ο Ιορδάνης, πάνω σ' εκείνη την πονόψυχη αναλαμπή του, του είχε δώσει ένα μήνα άδεια! Φυσικά γνώριζε ότι το αφεντικό του δεν ήταν δυνατό να εννοεί κάτι τέτοιο αλλά σίγουρα δε θα τον πείραζε αν ο Τζόναθαν έμενε κανά δυο μερούλες στο σπίτι μετά τα σημερινά γεγονότα. Ο Τζόναθαν είχε τη βεβαιότητα ότι παρά τη φαινομενική του σκληρότητα, ο Ιορδάνης τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι' αυτόν.

Δεν του πήρε πάνω από 20 λεπτά για να ξαναβρεθεί στη γειτονιά του. Μπήκε στο κατάστημα γρήγορου φαγητού απέναντι από το σπίτι του όπου τον καλοδέχτηκε μια όμορφη κοπελίτσα με ψεύτικο χαμόγελο και ριγέ πουκαμισάκι σε παλ αποχρώσεις που είχε τεντωθεί επικίνδυνα λόγω του τεράστιου στήθους της, ενώ το καρτελάκι με τ' όνομά της, στραμμένο ελαφρώς προς τα πίσω, φαινόταν μόνο κατά το ήμισυ. Ο Τζόναθαν πρόσεξε ότι το όνομά της άρχιζε από "ΣΟΥ..." κι ένιωσε τα μηνίγγια του να ξαναφουντώνουν με μια θέρμη που έφτασε μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών του, ώσπου η κοπέλα έστρεψε το κορμί της κι αποκάλυψε το γραμμένο με κόκκινα γράμματα "ΣΟΥΛΑ" στο πέτο της. Στο Τζόναθαν φάνηκε ότι προς στιγμή το καρτελάκι κουνήθηκε παιχνιδιάρικα πέρα δώθε και το "ΣΟΥΛΑ" στο κέντρο του έγινε ακόμη πιο κόκκινο και αυθάδες, σαν γλώσσα που βγαίνει από ένα στόμα κοροϊδευτικά. Ενστικτωδώς, ο Τζόναθαν έστρεψε αλλού το βλέμμα του και κατέπνιξε το επιτακτικό μήνυμα εκκένωσης που προήλθε απ' την κύστη του συστρέφοντας ελαφρώς τα γόνατά του αριστερά-δεξιά. Η υπάλληλος πλάτυνε το χαμόγελό της κι έσπρωξε προς το μέρος του τη χαρτοσακούλα με το πλαστικό φαγητό, προφέροντας ένα "καλή σας όρεξη!" μ' έναν τρόπο που ήταν σίγουρα προβαρισμένος χίλιες φορές σε κάποιο σεμινάριο εκπαίδευσης της εταιρείας για ν' ακούγεται φιλικός και συνάμα επαγγελματικός. Ο Τζόναθαν την άρπαξε και κινήθηκε βιαστικά προς την έξοδο, θέλοντας να βρεθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο σπίτι του, την αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα της πεζότητάς του, όπου τίποτε ενδιαφέρον ή εξωτικό δε συνέβαινε ποτέ και όπου σίγουρα θα έβρισκε μια στάλα ηρεμίας. Βγαίνοντας από το κατάστημα πρόλαβε να ακούσει την κρυστάλλινη κιθάρα των Creedence Clearwater Revival να ξεχύνεται από τα ηχεία και τη φωνή του John Fogerty να τραγουδάει παθιάρικα : "Oh Suzie Q..."

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Chapter 17

Είναι ένα ζεστό απόγευμα του 1977. Το ημερολόγιο δείχνει 16 Αυγούστου και το θερμόμετρο 39 °C. Στο μικρό Mazda RX-2, η οικογένεια Γκεζεβέ οδεύει προς την κατοικία της καθώς επιστρέφει από την καθιερωμένη εκδρομή του δεκαπενταύγουστου. Η ζέστη είναι αφόρητη ενώ η κίνηση στο δρόμο προς την πόλη μοιάζει να μη τελειώνει πουθενά!

-"Αμάν βρε Πελοπίδα μου.. Ήταν ανάγκη να φύγουμε μεσημεριάτικα; Δε μπορούσαμε να γυρίσουμε αύριο; Αφού δε δουλεύεις!"

-"Αύριο;;! Είσαι τρελή μωρή; Έχω ραντεβού με το δόκτορα το πρωί!"

-"Ε τουλάχιστον ας φεύγαμε λίγο πιο αργά! Να πέσει λίγο ο ήλιος πρώτα! Τα παιδιά δε τα λυπάσαι που βράζουνε σαν τα λουκάνικα;"

-"Σου είπα 10 φορές ότι ο δόκτορας μου ζήτησε να είμαι ξεκούραστος για αύριο! Πρέπει να κοιμηθώ νωρίς απόψε! Τι σε έχει πιάσει και δε καταλαβαίνεις;"

-"Από τότε που μπήκε αυτός ο καταραμένος δόκτορας στη ζωή μας, τα έχεις ξεγράψει όλα τελείως! Ακόμα και τα ίδια σου τα παιδιά!"

-"Ε ΣΚΑΣΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΡΕ ΤΟΥΛΑ! Σου έχω πει τόσες φορές ότι χωρίς το δόκτορα, θα μας είχανε πετάξει στο δρόμο! Πάλι τα ίδια θα λέμε;; Εξάλλου τα παιδιά είναι μια χαρά! Δε διαμαρτύρονται καθόλου!Έτσι δεν είναι κορίτσια;" είπε και γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω.

-"Έχει δέθτη μπαμπά" αποκρίθηκε ξεψυχισμένα μια λεπτή φωνούλα.

-"Αααχ.... Δεν είστε παιδιά του Πελοπίδα του Γκεζεβέ εσείς… Εγώ διέσχισα τη Σαχάρα από την Τυνησία μέχρι την Αίγυπτο μονάχα με ένα μπουκαλάκι ούζο, και εσείς δεν αντέχετε πέντε ωρίτσες στο αυτοκίνητο. Στη μάνα σας μοιάσατε και οι τρεις σας! Ο γιόκας μου όμως…! Ο γιόκας μου θα μοιάσει σε μένα! Έτσι δεν είναι Τζόναθαν;" είπε και χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλιά της γυναίκας του.

- "Μα στα αλήθεια σκοπεύεις να ονομάσεις το παιδί μας Τζόναθαν;" ρώτησε η γυναίκα του. "Νόμιζα ότι έκανες πλάκα! Γιατί να μη το βγάλουμε Θανάση σα τον μπαμπά μου;"

-"Θανάση...... ΜΠΛΙΑΧ! Δεν έχω ακούσει πιο γελοίο όνομα!" είπε ο Πελοπίδας με ξυνισμένο ύφος. "Τζόναθαν θα το βγάλουμε! Τέρμα, τελείωσε! Τζόναθαν σα το λοχαγό μου! Είναι η ελάχιστη τιμή που μπορώ να του κάνω! Αυτός έκανε τόσα πολλά για μένα…!"

-"Μπαμπά θτάνουμε;" ακούστηκε πάλι η λεπτή φωνούλα.

-"Φτάνουμε κοριτσάρα μου! Σε κανα δίωρο θα είμαστε στο σπιτάκι μας."

-"Και για να έχουμε το καλό ερώτημα: πως ξέρεις ότι το παιδί μας θα είναι αγόρι Πελοπίδα; Αν είναι κορίτσι, πάλι Τζόναθαν σκοπεύεις να το βαφτίσεις;"

-"Αγόρι θα είναι! Έχω τρία κορίτσια! Φτάνει! Θέλω και ένα αγόρι να μου μοιάζει και να είναι και μεγάλος μπίχτης και ψωλαράς και πηδηχταράς!!!"

-"Σσσς! Πως μιλάς έτσι καλέ μπροστά στα παιδιά;;! Αν δεν είναι δηλαδή τι θα κάνεις; Δε θα το αγαπάς!"

-"Μη με πρήζεις σου λέω! Αγόρι είπαμε θα είναι!"

-"Που το ξέρεις;;"

-"Ε αμάν!! Μου το είπε ο δόκτορας! Αγόρι θα είναι! Πάει και τελείωσε!"

- "Και που ξέρει ο δόκτορας τι θα είναι το παιδί;"

Ο Πελοπίδας γύρισε το κεφάλι του απότομα και την κοίταξε με ένα παγωμένο ύφος που έκανε τη ραχοκοκολιά της να μουδιάσει. "Ο δόκτορας ξέρει!" αποκρίθηκε και γύρισε ξανά το κεφάλι του προς το δρόμο. Η καημένη η Τούλα ακούμπησε το σβέρκο της στο μαξιλαράκι του καθίσματος, πήρε μια βαθιά ανάσα και δεν έβγαλε μιλιά μέχρι το τέλος της διαδρομής.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Chapter 16

-"Εντάξει τελειώσαμε" είπε ο δόκτορας!

Ο Τζόναθαν άνοιξε τα μάτια του και είδε τη μουτσούνα του Δρ Κέιος να τον κοιτάει χαμογελώντας κάτω από τη χειρουργική του μάσκα.

-"Τι τελειώσαμε; Πότε αρχίσαμε; Μα εγώ δε σας είπα καν για πιο λόγο ήρθα!" είπε ο Τζόναθαν προσπαθώντας να συνέλθει από το κοκτέιλ από Stedon (διαζεπάμη) και Dormicum (μιδαζολάμη) που τον είχε ποτίσει ο δόκτορας...

-"Πως δε μου είπατε; Μου είπατε ότι δεν είναι καλά το κεφάλι σας! Σας το έφτιαξα! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Μα πότε εγώ βρέθηκα εδώ ξαπλωμένος;;!"

-"Ίσως δε θυμάστε επειδή δεν ήταν καλά το κεφάλι σας! Σας το έφτιαξα! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Ναι αλλά τι μου κάνατ…"

-"Δοκιμάστε να σηκωθείτε." τον διέκοψε ο δόκτορας.

Ο Τζόναθαν σηκώθηκε αργά. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και έπειτα τη μουτσούνα του δόκτορα, ο οποίος εξακολουθούσε να χαμογελάει κάτω από τη μάσκα του.

-"Νιώθω πολύ καλά!" είπε. "Νομίζω ότι μου πέρασε τελείως!"

-"Φυσικά και σας πέρασε! Γιατρός είμαι! Και πολύ καλός μάλιστα!! Δεν ήταν καλά το κεφάλι σας! Σας το έφτιαξα! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Τι είχα γιατρέ μου;" είπε ο Τζόναθαν παίρνοντας αμέσως ύφος συνταξιούχου ασφαλισμένου στο ΙΚΑ.

-"Τίποτα το σπουδαίο" είπε ο δόκτορας στον ίδιο ρομποτικό τόνο. "Δεν ήταν καλά το κεφάλι σας! Σας το έφτιαξα! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Μάλιστα… Τι σας χρωστάω γιατρέ μου;"

-"Τίποτα! Δε δουλεύω σήμερα έτσι κι αλλιώς. Στο κάτω κάτω δεν έκανα και κάτι δύσκολο. Απλώς δεν ήταν.."

-"..καλά το κεφάλι μου και μου το φτιάξατε και τώρα πρέπει να είμαι μια χαρά!" τον διέκοψε ο Τζόναθαν.

-"Ναι!" είπε κοφτά ο δόκτωρ, και το χαμόγελό του κάτω από τη μάσκα φάνηκε να πλαταίνει κι άλλο.

-"Υπάρχει κάτι τώρα που πρέπει να κάνω;" ρώτησε ο Τζόναθαν. "Να ελαττώσω το τσιγάρο; Να κόψω τον καφέ; Τα McDonald’s;"

-"Να πάτε να ξεκουραστείτε μόνο." αποκρίθηκε εξακολουθώντας να χαμογελάει. "Τίποτα άλλο δε χρειάζεστε! Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!"

-"Έγινε γιατρέ μου! Σας ευχαριστώ πολύ για όλα. Αν χρειαστώ κάτι θα ξαναπεράσω."

-"Τώρα πρέπει να είστε μια χαρά!" είπε ο δόκτωρ για τελευταία φορά και αμέσως έσβησε το χαμόγελό του πίσω από τη μάσκα.

Ο Τζόναθαν καθώς γυρνούσε προς το σπίτι του σκεφτότανε διάφορα πράγματα σχετικά με τους γιατρούς. Ίσως να τους είχε παρεξηγήσει. Ίσως τελικά να μην ήταν τόσο "μουνιά" όσο νόμιζε. Κι όμως αυτός ο Δρ Κέιος ήταν πολύ παράξενος τύπος. Αστείος και ιδιόρρυθμος. Επιβλητικός και τρομακτικός! Ένας σωστός τρελάρας! Πως βρέθηκε όμως η κάρτα του δόκτορα στο σπίτι του; Στη σκέψη αυτή ο Τζόναθαν άρχισε και πάλι να νιώθει πως τα έχει χαμένα. "Χμμ… Μάλλον δε μπορώ να θυμηθώ επειδή δεν ήταν καλά το κεφάλι μου. Μου το έφτιαξε όμως και τώρα πρέπει να είμαι μια χαρά" είπε ο Τζόναθαν στον εαυτό του απότομα, σχεδόν σαν υπνωτισμένος και αμέσως επιτάχυνε το βήμα του.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Chapter 15

Προσπάθησε με το δάχτυλο του να σφουγγίξει τον τίμιο ιδρώτα από το μέτωπο του,σα μικρός πακιστανός στα φανάρια
,αλλά διαπίστωσε αμέσως τη ματαιότητα του εγχειρήματος του, αφού νέες σταγόνες σχηματίστηκαν αμέσως. Ξεροκατάπιε
ηχηρά και σε μια στιγμή διάυγειας κατάλαβε , γιατί ο Ιορδάνης κατάφερνε πάντα να τον μαδάει στο πόκερ.
Δεν είσαι άντρας ρε, σκέφτηκε ενώ τα πόδια του ήδη τον οδηγούσαν προς την ατσάλινη πόρτα. Γαντζώθηκε απεγνωσμένα στο
γλιτσιασμένο τοίχο ,προσπαθώντας να καταλάβει πως τα πόδια του πήραν αυτήν την απόφαση χωρίς να τον ρωτήσουν.

Ο δρ Κειος δεν είχε πάρει στιγμή το βλέμμα του απο πάνω του,του χαμογέλασε με ένα χαμόγελο πιο λαμπερό και από του
Αλέξη στο άστρα μουδιάζοντας τα άκρα του και αποπροσανατολίζοντας τη σκέψη του.-Που να έκανε τη λεύκανση άραγε;-
η κρύα αίσθηση του πόμολου στο χέρι του τον επανέφερε βίαια στην πραγματικότητα.
"Ε δεν είσαι άντρας " ήταν η τελευταία του σκέψη πριν ανοίξει την πόρτα και περάσει σε ένα πράσινο διάδρομο γεμάτο
κορνίζες με άλλη μια ατσάλινη πόρτα στο τέλος του και τον δρ Κειος να περίμενει δίπλα στη δεύτερη πόρτα με το χαμόγελο
μυγοπαγίδα ακόμα να αστράφτει στο πρόσωπο του.Παραιτήθηκε από την ιδέα να ελέγξει το σώμα και να καταλαβει πως σκατα ο
Δρ είχε βρεθεί μπροστά του, και σαν τουρίστας στο πράσινο μίλι άρχισε να χαζεύει τις κορνίζες.

"Δρ κειος απόφοιτος βουλγάρικης σχολής νιντζα"
"Δρ κειος διπλωματούχος υδραυλικός υπολογιστών"
"Δρ κειος τιμιτική διάκριση για μεταμόσχευση κουμπιών πουκαμίσου σε καμπαρτίνα"
"Δρ κειος τιμιτική διάκριση για ανακάλυψη του ντραι μαρτίνι 2 με 2 ελιές και 3 με 3 ελιές "
"Σουβλάκι Δρ Κειος "
"Ο Δρ κειος και το ψηλό (και το ψηλό) καπέλο"

****************
* *
* 8==> 3 μουνί *
* *
* *
****************




το μυαλό του Τζόναθαν είχε σφιχτεί συστραφεί και ανελυχθεί τόσες φορές που στο τέλος
πριν καταρεύσει σε μαύρη τρύπα,σταμάτησε εντελώς να ασχολείται με οτιδήποτε .

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Chapter 14

Πάτησε δειλά το αριστερό του πόδι στην είσοδο κοιτάζοντας δεξιά αριστερά, πίσω ακριβώς από την πόρτα σα να φοβόταν ότι κάποιος είχε στήσει ενέδρα εναντίον του. Γιατί είχε αυτό το συναίσθημα άραγε; Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει. "Θα ναι το σύνδρομο της πρώτης επίσκεψης στον γιατρό" σκέφτηκε. Το σαλόνι ήταν άδειο, μακρόστενο και μία δεύτερη μεταλλική θωρακισμένη πόρτα δέσποζε στο βάθος. "Μα θωρακισμένη πόρτα μέσα στο ιατρείο; Τι σκατά;" Κούρνιασε στον μοναδικό καναπέ χωρίς να κλείσει την εξώπορτα πίσω του και επεξεργάζονταν το χώρο μέχρι να έρθει κάποιος να τον υποδεχθεί. Ήταν άλλωστε γνωστός χέστης και δεν του πέρασε από το μυαλό ούτε να χτυπήσει την τόσο μακρινή μεταλλική πόρτα ούτε να φωνάξει "Καλησπέρα, είναι κανείς εδώ;" και άλλα τέτοια που δηλώνουν «εισβολή» στο χώρο.

Το μακρόστενο σαλόνι ήταν σκοτεινό και βρώμικο. Ένιωθε οι τοίχοι να τον πλησιάζουν και να θέλουν να τον ακουμπήσουν με αυτήν την παχύρευστη πρασινωπή γλύντζα που κουβαλούσαν. Το πάτωμα είχε μαύρες πατημασιές που οδηγούσαν στο βάθος. "Ποιος βρωμιάρης δεν σκούπισε τα πόδια του" ψέλισε. "Και αυτή η μπόχα…κλεισούρα….αρρωστήλα. Κανένας δεν άνοιγε τα παράθυρα σε αυτό το σαλόνι; Ποια παράθυρα όμως…; Αφού δεν έχει!" Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο λάθος του φαίνονταν η επιλογή του να έρθει σε αυτόν τον κομπογιαννίτη βρωμιάρη που του συστήσανε για γιατρό. "Αν αργήσει άλλα 5 λεπτά θα φύγω" σκέφτηκε και ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί πως στο διάολο είχε βρεθεί η κάρτα του στο συρτάρι…

-"Τι θες εσύ εδώ;"

Ο Τζόναθαν ένιωσε ένα καυτό σουβλί να διαπερνά τα σωθικά του και ασυναίσθητα έσφιξε τα κωλομέρια του για να μην διαφύγει αυτό το καυτό ζουμί που καψάλισε τον σφικτήρα του.

-"Αχ…..να σε χέσω ρε μαλάκα.. με κατατρόμαξες!"

Γυρνάει πίσω του και βλέπει καλύτερα τον πελώριο άντρα που στέκονταν στην εξώπορτα με τα χέρια στη μέση, το πρόσωπό του ήταν συννεφιασμένο άγριο και φορούσε αυτή τη λερωμένη άσπρη μπλούζα με το καρτελάκι…. Dr Κέιος;!

-"Θα σε ρωτήσω άλλη μια φορά!" είπε και τα φρύδια του πλησίασαν το ένα το άλλο.

-"Γιατρέ, εσείς…..εεεεε ασθενής είμαι, εεεεε δεν είμαι καλά το κεφάλι μου και είδα ανοιχτή την πόρτα και μπήκα, δεν έχετε δουλειά, εννοώ μπορείτε να με δείτε….; Νόμισα ήσασταν μέσα."

Το πρόσωπο του δόκτωρα ξετσαλακώθηκε, τα φρύδια του απομακρύνθηκαν και με μία φωνή όλο γλύκα αποκρίθηκε:

-"Φίλε μου ήμουν έξω, πήγα να πάρω…τέτοιο, τσιγάρα πήγα να πάρω. Συγνώμη αν σε τρόμαξα αλλά ξέρεις σήμερα είμαι κλειστός. Δεν δουλεύω, απεργώ. Στηρίζω τον αγώνα των αγροτών της εεεεε….. Ζουαζιλάνδης. Αλλά θα σε εξυπηρετήσω. Ε ναιιιιιι… κάτι θα γίνει!"

Ο Τζόναθαν παρόλη την αλλαγή στη συμπεριφορά του περίεργου γιατρού φοβόταν ακόμη. Μάλιστα φοβόταν ακόμα περισσότερο αφού τώρα τον κοίταζε και χαμογελούσε σχεδόν απειλητικά ενώ το ημίτρελλο βλέμμα του ήταν καρφωμένο συνέχεια στο μέτωπο ή στα μάτια του. Είχε μια περίεργη αίσθηση ότι πλέον ο γιατρός ήθελε διακαώς να τον εξετάσει.

-"Α, συγνώμη δεν το ήξερα, να φύγω αν είναι!"

-"Όχι όχι σας παρακαλώ άλλωστε μου φαίνεστε πολύ ταραγμένος, έχουμε δώσει και έναν όρκο, τι γιατροί είμαστε. Για εσάς θα κάνω μία εξαίρεση και θα δουλέψω σήμερα. Περάστε στο βάθος παρακαλώ." Η απότομη μετάβαση στον πληθυντικό από τη μεριά του δόκτωρα και ο ήχος της πόρτας που έκλεινε πίσω του, του έκοψε τα πόδια.

-"Να πάω εκεί μέσα….στο βάθος;"

-"Ναι ναι, σπρώξτε λίγο θα ανοίξει… μη σας τρομάζει το μέταλλο. Είναι κυρίως για ηχομόνωση. Εγώ έρχομαι αμέσως. Σε ένα λεπτό θα είμαι μαζί σας."

Ο Τζόναθαν κατάλαβε ότι ο δρόμος προς το μεταλλικό θηρίο ήταν μονόδρομος. Περπάτούσε όσο πιο αργά μπορούσε ελπίζοντας ότι κάτι θα γίνει και δεν θα μπεί ποτέ εκεί μέσα….