Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Chapter 14

Πάτησε δειλά το αριστερό του πόδι στην είσοδο κοιτάζοντας δεξιά αριστερά, πίσω ακριβώς από την πόρτα σα να φοβόταν ότι κάποιος είχε στήσει ενέδρα εναντίον του. Γιατί είχε αυτό το συναίσθημα άραγε; Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει. "Θα ναι το σύνδρομο της πρώτης επίσκεψης στον γιατρό" σκέφτηκε. Το σαλόνι ήταν άδειο, μακρόστενο και μία δεύτερη μεταλλική θωρακισμένη πόρτα δέσποζε στο βάθος. "Μα θωρακισμένη πόρτα μέσα στο ιατρείο; Τι σκατά;" Κούρνιασε στον μοναδικό καναπέ χωρίς να κλείσει την εξώπορτα πίσω του και επεξεργάζονταν το χώρο μέχρι να έρθει κάποιος να τον υποδεχθεί. Ήταν άλλωστε γνωστός χέστης και δεν του πέρασε από το μυαλό ούτε να χτυπήσει την τόσο μακρινή μεταλλική πόρτα ούτε να φωνάξει "Καλησπέρα, είναι κανείς εδώ;" και άλλα τέτοια που δηλώνουν «εισβολή» στο χώρο.

Το μακρόστενο σαλόνι ήταν σκοτεινό και βρώμικο. Ένιωθε οι τοίχοι να τον πλησιάζουν και να θέλουν να τον ακουμπήσουν με αυτήν την παχύρευστη πρασινωπή γλύντζα που κουβαλούσαν. Το πάτωμα είχε μαύρες πατημασιές που οδηγούσαν στο βάθος. "Ποιος βρωμιάρης δεν σκούπισε τα πόδια του" ψέλισε. "Και αυτή η μπόχα…κλεισούρα….αρρωστήλα. Κανένας δεν άνοιγε τα παράθυρα σε αυτό το σαλόνι; Ποια παράθυρα όμως…; Αφού δεν έχει!" Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο λάθος του φαίνονταν η επιλογή του να έρθει σε αυτόν τον κομπογιαννίτη βρωμιάρη που του συστήσανε για γιατρό. "Αν αργήσει άλλα 5 λεπτά θα φύγω" σκέφτηκε και ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί πως στο διάολο είχε βρεθεί η κάρτα του στο συρτάρι…

-"Τι θες εσύ εδώ;"

Ο Τζόναθαν ένιωσε ένα καυτό σουβλί να διαπερνά τα σωθικά του και ασυναίσθητα έσφιξε τα κωλομέρια του για να μην διαφύγει αυτό το καυτό ζουμί που καψάλισε τον σφικτήρα του.

-"Αχ…..να σε χέσω ρε μαλάκα.. με κατατρόμαξες!"

Γυρνάει πίσω του και βλέπει καλύτερα τον πελώριο άντρα που στέκονταν στην εξώπορτα με τα χέρια στη μέση, το πρόσωπό του ήταν συννεφιασμένο άγριο και φορούσε αυτή τη λερωμένη άσπρη μπλούζα με το καρτελάκι…. Dr Κέιος;!

-"Θα σε ρωτήσω άλλη μια φορά!" είπε και τα φρύδια του πλησίασαν το ένα το άλλο.

-"Γιατρέ, εσείς…..εεεεε ασθενής είμαι, εεεεε δεν είμαι καλά το κεφάλι μου και είδα ανοιχτή την πόρτα και μπήκα, δεν έχετε δουλειά, εννοώ μπορείτε να με δείτε….; Νόμισα ήσασταν μέσα."

Το πρόσωπο του δόκτωρα ξετσαλακώθηκε, τα φρύδια του απομακρύνθηκαν και με μία φωνή όλο γλύκα αποκρίθηκε:

-"Φίλε μου ήμουν έξω, πήγα να πάρω…τέτοιο, τσιγάρα πήγα να πάρω. Συγνώμη αν σε τρόμαξα αλλά ξέρεις σήμερα είμαι κλειστός. Δεν δουλεύω, απεργώ. Στηρίζω τον αγώνα των αγροτών της εεεεε….. Ζουαζιλάνδης. Αλλά θα σε εξυπηρετήσω. Ε ναιιιιιι… κάτι θα γίνει!"

Ο Τζόναθαν παρόλη την αλλαγή στη συμπεριφορά του περίεργου γιατρού φοβόταν ακόμη. Μάλιστα φοβόταν ακόμα περισσότερο αφού τώρα τον κοίταζε και χαμογελούσε σχεδόν απειλητικά ενώ το ημίτρελλο βλέμμα του ήταν καρφωμένο συνέχεια στο μέτωπο ή στα μάτια του. Είχε μια περίεργη αίσθηση ότι πλέον ο γιατρός ήθελε διακαώς να τον εξετάσει.

-"Α, συγνώμη δεν το ήξερα, να φύγω αν είναι!"

-"Όχι όχι σας παρακαλώ άλλωστε μου φαίνεστε πολύ ταραγμένος, έχουμε δώσει και έναν όρκο, τι γιατροί είμαστε. Για εσάς θα κάνω μία εξαίρεση και θα δουλέψω σήμερα. Περάστε στο βάθος παρακαλώ." Η απότομη μετάβαση στον πληθυντικό από τη μεριά του δόκτωρα και ο ήχος της πόρτας που έκλεινε πίσω του, του έκοψε τα πόδια.

-"Να πάω εκεί μέσα….στο βάθος;"

-"Ναι ναι, σπρώξτε λίγο θα ανοίξει… μη σας τρομάζει το μέταλλο. Είναι κυρίως για ηχομόνωση. Εγώ έρχομαι αμέσως. Σε ένα λεπτό θα είμαι μαζί σας."

Ο Τζόναθαν κατάλαβε ότι ο δρόμος προς το μεταλλικό θηρίο ήταν μονόδρομος. Περπάτούσε όσο πιο αργά μπορούσε ελπίζοντας ότι κάτι θα γίνει και δεν θα μπεί ποτέ εκεί μέσα….

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Chapter 13

Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, ο Τζόναθαν από μικρός κολλούσε μ' εκείνα τα χαζά τεστ προσωπικότητας των περιοδικών. Ξέρετε, εκείνα τα μικρά τεστάκια που με 10 άσχετες ερωτήσεις ο αόρατος δημιουργός-εξεταστής υπόσχεται να βγάλει στη φόρα τα καλά κρυμμένα σου μυστικά και να σου πει πόσο αρρωστημένο είναι το μυαλό σου, πόσο καλό παιδί είσαι, πόσα εκατοστά πούτσο έχεις, αν είσαι κρυφογκέι, κρυφοστρέιτ, κρυφοκομάντο, κρυφοφανερός και ούτω καθεξής. "Κάνε ΤΩΡΑ το σίγουρο τεστ προσωπικότητας...100% επιτυχία!" κραύγαζαν οι τίτλοι πάνω πάνω κι ο Τζόναθαν τσιμπούσε κάθε φορά και αφιέρωνε 5-10 λεπτά απ' τη ζωή του που ούτως ή άλλως δεν επρόκειτο να ξοδέψει σε κάτι πιο παραγωγικό. Σ' αυτά τα τεστ, η ερώτηση που πάντα τον δυσκόλευε ήταν η ερώτηση "ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;". Ο Τζόναθαν ποτέ δεν κατάλαβε το νόημα της ερώτησης αυτής. Όχι ότι οι άλλες ερωτήσεις έβγαζαν περισσότερο νόημα, αλλά η συγκεκριμένη προκαλούσε στο Τζόναθαν μια πρωτοφανή δυσφορία και του έδινε την αίσθηση ότι ο αόρατος δημιουργός-εξεταστής προσπαθούσε να εισβάλλει στις πιο απόκρυφες γωνιές του μυαλού του. "Τι σκατά τους νοιάζει το αγαπημένο μου χρώμα;" σιγομουρμούριζε κάθε φορά κι έμενε να κοιτάζει την ερώτηση με βλέμμα ένοχο, σα να είχε μπροστά του μπάτσο που ετοιμαζόταν να του δώσει κλήση. Ένιωθε την ερώτηση να φωνάζει μέσα στο κεφάλι του, να προσπαθεί να εισχωρήσει στα έγκατα της μνήμης του για να ξυπνήσει τα τέρατα που κοιμόντουσαν εκεί. Ο απλός νους του Τζόναθαν σκαρφίστηκε μια απλή αμυντική τεχνική : έδινε στην ερώτηση τυχαίες απαντήσεις. Πότε το μαύρο, πότε το κόκκινο, πότε το κίτρινο, ολόκληρη η ίριδα είχε παρελάσει κατά καιρούς μέσα στις απαντήσεις του. Και είχε ο κακόμοιρος έτσι τη βεβαιότητα ότι ξεγελά τον αόρατο δημιουργό-εξεταστή...Αλλά φευ!

Η αλήθεια είναι ότι το πράσινο ποτέ δεν υπήρξε μια δημοφιλής απάντηση για τον Τζόναθαν. Ίσως γιατί το άκουσμα και μόνο της λέξης "πράσινο" του προκαλούσε μια ανεπαίσθητη πικρίλα στην άκρη της γλώσσας, αποτέλεσμα κάποιου παιδικού τραύματος, κάποιου πρωτότυπου νευρωνικού βραχυκυκλώματος, ή ένας Θεός ξέρει τι. Τούτη την παράξενη μέρα όμως το πράσινο είχε ήδη παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέατρο της καθημερινότητάς του : Πράσινα τα κουτάκια της Heineken...Πράσινες οι γουλιές απ' το ποτό της Σούζι...Πράσινος ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ που αναβόσβηνε στην οθόνη του κινητού του Ιορδάνη στο ρυθμό του Carmina Burana...Πράσινος και ο εμετός που ξεχύθηκε απ' το στόμα του μόλις έκλεισε πίσω του η πόρτα του μαγαζιού του Ιορδάνη, κάνοντας εκείνο το εκνευριστικό "κλινγκ" που κάθε πόρτα παλιομοδίτικου μαγαζιού οφείλει να κάνει. Ένα "κλινγκ" που ο Τζόναθαν άκουσε σαν χιλιάδες καμπάνες μέσα στο κεφάλι του. Μέσα στο πονεμένο κεφάλι του, για την ακρίβεια. Δε θυμόταν να 'χει ξανανιώσει τέτοιο δυνατό πονοκέφαλο. Ο πρωινός πονοκέφαλος του hangover που τον έπιανε συχνά πυκνά όταν τα έτσουζε λιγάκι παραπάνω ήταν μεν ισχυρός αλλά είχε μάθει να τον αντιμετωπίζει σαν κάτι οικείο...σαν παλιόφιλο. Ήξερε επίσης ότι δεν είχε παρά να κάνει λιγάκι υπομονή κι ο πόνος θα έσβηνε σιγά σιγά, δίνοντας τη θέση του στην αόριστη ναυτία του απογεύματος. Ο σημερινός πονοκέφαλος, ενθύμιο του πρωινού του χτυπήματος στο μπάνιο, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν εντοπιζόταν πλέον στο σημείο του χτυπήματος αλλά είχε απλωθεί σ' ολόκληρο το κεφάλι κι ο Τζόναθαν ένιωθε τα μηνίγγια του να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν σαν κάποιο πλάσμα που κατοικούσε μέσα στο κρανίο του να τα πίεζε από μέσα προς τα έξω προσπαθώντας να ελευθερωθεί. Το "κλινγκ" της πόρτας θαρρείς και πολλαπλασίασε την ένταση του πονοκεφάλου του και υπήρξε ο καταλύτης που έσπρωξε τον Τζόναθαν να ξεράσει τ' άντερά του στο κράσπεδο σχηματίζοντας μια πρασινωπή λιμνούλα.

"Δεν είμαι καθόλου καλά! Ο Ιορδάνης μάλλον έχει δίκιο για το γιατρό!", είπε από μέσα του ο Τζόναθαν καθώς οι σπασμοί του εμετού χαλάρωναν και για λίγες στιγμές έμεινε να κοιτάζει το περιεχόμενο του στομαχιού του με δέος, καθώς μια αηδιαστική απορία καρφώθηκε ψυχαναγκαστικά στο μυαλό του (τι γεύση έχει άραγε;) και την οποία προσπάθησε να διώξει κλείνοντας τα μάτια και κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε. Αμέσως κατάλαβε πόσο λάθος ήταν αυτό : η κίνηση γέννησε νέες σφυριές μέσα στο κρανίο του! "Μουνιά ξεμουνιά, τώρα τους έχω ανάγκη", μονολόγησε για άλλη μια φορά σιωπηρά, προσπαθώντας να κρατά το κεφάλι του όσο το δυνατόν ακίνητο. Δυο τρεις περαστικοί του έριξαν σύντομες υποτιμητικές ματιές. Ο παχύρρευστος πράσινος εμετός κυλούσε νωχελικά προς τον υπόνομο. Μια πράσινη μύγα κάθισε επάνω του θριαμβευτικά.

Το ραδιόφωνο του ταξί έπαιζε-τι άλλο;-λαϊκά : "Το κορμί σου παραζάλη, σαν χορεύεις πεντοζάλι!", έσκουζε ο αοιδός. Το ταρίφας συγκέντρωνε πάνω του όλα τα συνήθη κλισέ της συνομοταξίας Tarifus Laikantzarus Barbaricus αλλά είχε την ενδιαφέρουσα οδηγική συνήθεια να βγάζει το λεβιέ ταχυτήτων στο κενό και ν' αφήνει το αυτοκίνητο να τσουλάει ανεξέλεγκτο με χαμηλές στροφές αφού έπιανε μια ταχύτητα 30-40 χιλιομέτρων την ώρα-κάποιος συνάδελφος θα του είπε ότι έτσι κάνει οικονομία στη βενζίνη-και την επίσης ενδιαφέρουσα αλλά και επικίνδυνη συνήθεια να φρενάρει χιλιοστά πριν η μούρη του βρει στο μπροστινό όχημα. Ο Τζόναθαν παρατηρούσε σαν υπνωτισμένος τις κινήσεις του ταρίφα. Ο ταρίφας δεν παρατηρούσε τον Τζόναθαν. Ούτε καν όταν σταμάτησε έξω από την πολυκατοικία του κι ο Τζόναθαν του άφησε 10 λεπτά πουρμπουάρ, ούτε τότε δεν του έριξε ματιά. Ο Τζόναθαν δεν ενοχλήθηκε. Δεν έτρεφε και ιδιαίτερη συμπάθεια στους ταρίφες. Τους αντιπαθούσε, ίσως περισσότερο κι απ' όσο αντιπαθούσε τους μπάρμεν. Οι μπάρμεν μπορεί να ήταν κατακάθια, αλλά οι γυναίκες τους γούσταραν πραγματικά και κάθε μπάρμαν είχε να διηθηθεί πλήθος ιστοριών άγριου σεξ που γνώριζες ότι σίγουρα ήταν αυθεντικές. Οι ταρίφες μπορούσαν να σου αραδιάζουν όλη μέρα ιστορίες για γαμήσια και παρτούζες και χύσια αλλά ήξερες ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς το πολύ πολύ να γαμούσαν τη φακλάνα τη γυναίκα τους κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και σε εθνικές εορτές. Θρασύδειλοι ψεύτες! Ο Τζόναθαν έκανε μια νοητή σημείωση να μην αφήσει πουρμπουάρ στον επόμενο ταρίφα που θα του αράδιαζε μπούρδες για το πως γάμησε εκείνη τη ζουμερή ζωντοχήρα τις προάλλες.

Το διαμέρισμά του ήταν υποφερτά ακατάστατο. Σίγουρα είχε γνωρίσει πολύ χειρότερες μέρες. Από το πάνω συρτάρι του γραφείου του ανέσυρε μια μικρή κάρτα που αναπαυόταν κάτω από τα διαφημιστικά φυλλάδια πέντε γυράδικων και επτά πιτσαριών. Η καρτούλα είχε στην πάνω δεξιά της γωνιά ένα διακριτικό φιδάκι που τυλιγόταν πάνω σ' ένα σταυρό. Ο Τζόναθαν κοίταξε τη διεύθυνση στο κάτω μέρος της κάρτας. "Σκατά!", σκέφτηκε, "Θα χρειαστεί ν' αντικρίσω κι άλλο ταρίφα σήμερα!". Σκέφτηκε αρχικά να τηλεφωνήσει για να κλείσει ραντεβού αλλά έπειτα διαπίστωσε πως ο πονοκέφαλός του δεν μπορούσε να περιμένει για πολύ...Αποτελούσε επείγον περιστατικό και το μουνί ο γιατρός όφειλε να τον εξετάσει! Τι σκατά όρκο είχε πάρει άλλωστε; Έχωσε την καρτούλα στην τσέπη του και περπάτησε προς την έξοδο. Το ραδιόφωνο του ταξί μυξόκλαιγε : "Σκύλα είσαι και πανούργα, πως μ' αφήνεις βρε κακούργα;". Το πουρμπουάρ του ταρίφα ήταν 20 λεπτά. Ο Τζόναθαν βρόντηξε την πόρτα του ταξί και μια νέα ώση πόνου αγκάλιασε το κεφάλι του. Το ιατρείο βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Ο Τζόναθαν άνοιξε τη μισάνοιχτη πόρτα με την καλαίσθητη χρυσίζουσα ταμπέλα που είχε επάνω της ένα φιδάκι όμοιο μ' εκείνο της κάρτας. Η ανάγλυφη επιγραφή έγραφε :

Δρ Αναξίμανδρος Κέιος
Νευρολόγος - Ψυχίατρος
διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κορλοουγλάνης

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Chapter 12

Δεν τον ένοιαζε αν θα τον πιστέψει το αφεντικό του. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον βρίσει κι άλλο ή ακόμα και αν θα τον απολύσει! Ήθελε μόνο να μοιραστεί με κάποιον την εμπειρία του! Με οποιονδήποτε και ας ήταν και ο Ιορδάνης. Του είπε τα πάντα! Για το πρωινό ατύχημα στο μπάνιο. Για το όνειρο με τη Σούζι και το χρησμό της Heineken. Για τη μέρα που έγινε νύχτα. Για το Gulp of Life και τον Αλφόνσο. Για τη συζήτησή του με τη Σούζι και την περίεργη αλλαγή στη συμπεριφορά της! Τα πάντα!

Ο Ιορδάνης άκουγε με προσοχή. Ήξερε ότι ο Τζόναθαν ήταν ένας τεμπελχανάς που συχνά έλεγε λογής λογής ψέμματα προκειμένου να γλιτώσει λίγες ώρες δουλειάς αλλά αυτή τη φορά καταλάβαινε ότι του λέει αλήθεια. Φαινότανε από το απλανές βλέμμα του και από τη φωνή του! Γνώριζε το Τζόναθαν και από μικρό παιδί άλλωστε.. Ο Τζόναθαν μόλις τελείωσε την αφήγησή του, σήκωσε τα μάτια και τον ρώτησε:

- "Με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;"

- "Σε πιστεύω αγόρι μου" είπε με πατρικό ύφος ο Ιορδάνης. "Ξέρεις, είναι πολύ άσχημο να έχεις ζήσει μία τρομακτική εμπειρία και να μη σε πιστεύει κανένας.. Το έχω νιώσει στο πετσί μου αυτό".

- "Για τον αρχιδοκόφτη λες;"

- "Ναι, φυσικά! Θυμάμαι τότε που είχα περάσει από εκείνο το σκοτεινό δάσος και συνάντησα εκείνη τη ξυνόγρια με τα........"

Ο Ιορδάνης άρχισε πάλι να λέει για τρισχιλιοστή φορά τη γνωστή ιστορία του με τους βρικόλακες, τις βεντούζες και τις πατάτες μπλουμ. Εκεί που μονολογούσε άρχισε ξαφνικά να ακούγεται δυνατά η επιβλητική μουσική του Carmina Burana! Ήταν λες και βρισκόταν σε ταινία μεσαιωνικής εποχής, όπως και τα αντίγραφα των όπλων που πουλούσε στο κατάστημά του! Ο Τζόναθαν άρχισε να τα παίζει καθώς άκουγε τη μουσική και προσπαθούσε να καταλάβει από που διάολο ακούγεται αυτό! Τελικά ο Ιορδάνης διέκοψε την ιστορία του και σήκωσε το κινητό του που χτύπαγε για 15 δευτερόλεπτα περίπου. Ο λόγος που ο Ιορδάνης είχε το Carmina Burana για ringtone δεν ήτανε ούτε γιατί του άρεσε η κλασσική μουσική, ούτε γιατί του άρεσε η ταινία Εξκάλιμπερ! Ήταν γιατί ήταν φανατικός πασόκος και μεγάλος λάτρης του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία στην έκβαση της ιστορίας μας πέρα από το γεγονός ότι ο Ιορδάνης είναι βλαμμένος. Αφού λοιπόν ο Ιορδάνης μίλησε στο κινητό του, ο Τζόναθαν βρήκε την ευκαιρία να τον διακόψει από τη γραφική πλέον ιστορία του πριν προλάβει να τη συνεχίσει:

-"Τι λες να μου συμβαίνει Ιορδάνη; Μήπως έχω αρχίσει και τα χάνω; Μήπως μου έχουνε κάνει μάγια; Τι σκατά γίνεται;"

- "Κοίταξε Τζόναθαν.. Μάλλον το χτύπημα στο κεφάλι σου ήταν λίγο πιο δυνατό από όσο νόμιζες. Καλό θα είναι να πας να το δει κανένας γιατρός".

- "Δε τους θέλω τους γιατρούς" αντέδρασε ο Τζόναθαν! "Είναι μουνιά!"

- "Μουνιά-ξεμουνιά πρέπει να πας. Δε μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή άλλη εξήγηση για το τι σου συνέβη σήμερα.."

- "Μα άμα έβλεπα παραισθήσεις τότε πως στο διάολο βρέθηκα στην άλλη άκρη της πόλης;"

- "Ίσως το χτύπημα στο κεφάλι σου να σου προκάλεσε κάποια μορφή αμνησίας και να μη θυμάσαι πως βρέθηκες εκεί!"

- "Αφού πρώτα χτύπησα και μετά..."

- "ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΑΜΕ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΓΙΑΤΡΟ" τον διέκοψε τσιριχτά ο Ιορδάνης! "Και θα σου δώσω και ένα μήνα άδεια να πας κάπου να ξεκουραστείς" συνέχισε παίρνοντας πάλι το πατρικό του ύφος. "Θα σου βάλω και μερικά χρήματα στο λογαριασμό σου".

Ο Τζόναθαν τον κοίταζε ανέκφραστος αλλά από μέσα του ήτανε τέρμα σοκαρισμένος! Δεν ήξερε πλέον τι ήταν πιο παράξενο: Η πρωινή του περιπέτεια ή η ξαφνική γενναιοδωρία του Ιορδάνη;

- "Εντάξει αφεντικό.. ό,τι πεις" ψέλλισε ο Τζόναθαν. "Μήπως και εκείνη η αύξηση που συζητούσαμε κάποτ..."

- "ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!" ούρλιαξε ο Ιορδάνης και ο Τζόναθαν έφυγε τρέχοντας...

Ο Ιορδάνης έμεινε μόνος στο μαγαζί κοιτάζοντας το πάτωμα.. Καθότανε σκεφτικός στην καρέκλα κουνόντας νευρικά το δεξί του πόδι. Ο παγωμένος αέρας του απαρχαιωμένου κλιματιστικού, τον χτυπούσε στο κούτελο.
"Ώστε τώρα έγινες Αλφόνσο..." είπε χαϊδεύοντας το morning star....

Chapter 11

Έμεινε εκεί αποσβολωμένος να κοιτάζει τους σωρούς από τα σκουπίδια και τις κρεατόμυγες που πεταρίζανε ανάμεσα στις ακαθαρσίες. Στεκόταν ακίνητος, αγνοώντας τη δυσωδία, χωρίς να σκέφτεται τίποτα απολύτως. Η γεύση του λάιμ από το ποτό που έπινε ήτανε ακόμα νωπή στο στόμα του. Στο βάθος ακουγόντουσαν οι θόρυβοι της πόλης η οποία βρισκόταν στις ώρες αιχμής της.

Ο Τζόναθαν έβγαλε το κινητό του για να κοιτάξει την ώρα. 13:14! Του σηκώθηκε η τρίχα! "Τι σκατά έγινε;" ψιθύρισε.. "Μήπως είμαι υποψήφιος για να γίνω μέλος του διαόλου;" Ξανακοίταξε την ώρα για να σιγουρευτεί ότι την είδε σωστά. Δίπλα από την ώρα υπήρχε το σχέδιο από το φακελάκι του sms. Είχε μήνυμα από τον Ιορδάνη:

"Αυτή τη φορά το παράκανες Τζόναθαν! Μου ζήτησες και αύξηση! Ένα αρχίδι θα πάρεις!"

Μετά από μισό λεπτό διχασμού αποφάσισε να τον πάρει τηλέφωνο. Χτύπησε μία φορά και αμέσως ακούστηκε η τραχιά φωνή του Ιορδάνη να του ουρλιάζει:

- "ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΡΕ ΧΑΜΕΝΟ ΚΟΡΜΙ; ΚΟΝΤΕΥΕΙ ΔΥΟ Η ΩΡΑ! ΠΟΥ ΣΤΟ ΚΟΡΑΚΑ ΕΙΣΑΙ;;;"

- "Θα σου εξηγήσω από κοντά Ιορδάνη." είπε ο Τζόναθαν κοφτά. "Έρχομαι από εκεί."

-"ΤΣΑΚΙΣΟΥ!" βρυχήθηκε ο Ιορδάνης και έκλεισε το τηλέφωνο.

"Λεπτός όπως πάντα" σκέφτηκε ο Τζόναθαν και ξεκίνησε να βρει το δρόμο για το μαγαζί. Δεν είχε ιδέα που σκατά βρισκότανε και πως πήγε εκεί περπατώντας. Μόλις πέρασε από μπροστά του ένα ταξί, το σταμάτησε και χώθηκε μέσα.

Έφτασε στο μαγαζί η ώρα 14:35. "Μα που στο διάολο ήμουνα;" ξανασκέφτηκε ο Τζόναθαν. Άνοιξε την τζαμένια πόρτα και μπήκε μέσα. Η ψύχρα από το απαρχαιωμένο κλιματιστικό του μαγαζιού τον χτύπησε στο σβέρκο. Στα δεξιά υπήρχε ένας πάγκος με βιτρίνα που είχε ρέπλικες από κατάνες και αστεράκια νίντζα. Στα αριστερά κρεμόντουσαν μεσαιωνικά σπαθιά και ασπίδες! Το μαγαζί είχε αντίγραφα από όλα τα όπλα της εποχής εκείνης. Ευθεία ήτανε ο πάγκος με το ταμείο. Στο τοίχο πάνω από τον πάγκο κρεμότανε ένα περίεργο εργαλείο που έμοιαζε με καρυοθραύστη. Ο Ιορδάνης ισχυριζότανε ότι αυτό το εργαλείο είναι "αυθεντικός αρχιδοκόφτης αλογόνου" και ότι με αυτό κάποτε σκότωσε ένα βρικόλακα! Κάθε φορά που κάποιος πελάτης ρώταγε τι είναι αυτό το πράγμα, ο Ιορδάνης ξεκίναγε να λέει την ίδια ιστορία για το πώς τον κυνηγούσε ο βρικόλακας για να τον ρουφήξει μέχρι τέρμα και για το πώς κατάφερε να τον ξεγελάσει με τη βοήθεια ενός τσιγγάνου κυνηγού βρικολάκων και διάφορες άλλες αρλούμπες! Την ιστορία αυτή την είχε ακούσει ο Τζόναθαν πάνω από εξακόσιες φορές! Πολύ σάχλας αυτός ο Ιορδάνης…

-"Ιορδάνη;" είπε διστακτικά ο Τζόναθαν!

Αμέσως ξεπρόβαλλε από τον πάγκο το μισό κορμί του Ιορδάνη κρατώντας ένα morning star στο δεξί χέρι.

- "Ξέρεις τι είναι αυτό;" ρώτησε ο Ιορδάνης το Τζόναθαν με ύφος που θύμιζε κομπλεξικό καθηγητή φυσικής.

- "Εεε.. αυτό είναι ένα.. ρόπαλο!!" είπε ο Τζόναθαν. "Ένα ρόπαλο - αχινός!"

- "ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ MORNING STAR ΗΛΙΘΙΕ ΚΡΕΤΙΝΕ! ΕΙΝΑΙ ΤΟ MORNING STAR ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ! ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΧΘΕΣ ΟΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΙΣ ΕΝΤΕΚΑ Η ΩΡΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΓΩ ΔΕ ΘΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ…......"

Ο Ιορδάνης συνέχιζε να σκούζει αρκετή ώρα για αυτό το morning star αλλά ο Τζόναθαν δε πρόσεχε τι έλεγε! "Morning star και morning κριθάρ" σκεφτότανε.. "Μα ποιος ηλίθιος αγοράζει αυτές τις βλακείες;;" Σε κάποια φάση η προσοχή του τραβήχτηκε πάλι στα λεγόμενα του Ιορδάνη όταν κατάλαβε από τον ερωτηματικό τόνο του γκαρίσματός του ότι κάτι πρέπει να απαντήσει:

-"Ορίστε;;" είπε ο Τζόναθαν.

-"ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΣΚΑΤΑ ΗΣΟΥΝΑ;!!" τσίριξε πάλι το αφεντικό του!

Έριξε το βλέμμα κάτω. Προσπάθησε να σκεφτεί αν πρέπει να του πει για όλα αυτά που συνέβησαν ή που νόμιζε ότι συνέβησαν. Άρχισε να ιδρώνει παρόλο τον παγετώνα που ξερνούσε το κλιματιστικό. Έπιασε το κεφάλι του για να το ξύσει και αμέσως ένιωσε έναν οξύ πόνο! Μα βέβαια!!! Είχε σκοντάψει το πρωί στο λάστιχο του πλυντηρίου και είχε χτυπήσει την κεφάλα του!! Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να του εξηγεί: