Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Chapter 18

Ο ρυπαρός αέρας του αθηναϊκού κέντρου είχε μια σχεδόν αναζωογονητική επίδραση στη διάθεση του Τζόναθαν μετά την απόκοσμα κλειστοφοβική εμπειρία στο ιατρείο του Δρα Κέιος. Μπορεί σπάνια να το παραδεχόταν ανοιχτά, αλλά στο Τζόναθαν άρεσε η ιδιαίτερη οσμή που ανέδιδαν οι ανήλιοι δρόμοι της Αθήνας, ένα μείγμα αναθυμιάσεων από καμένα λάδια, εξατμισμένα ούρα, σάπιο φαγητό και χιλιοπατημένα αποτσίγαρα. "Οι πόλεις έχουν τη δική τους μυρωδιά, όπως και οι άνθρωποι", σκέφτηκε και στιγμιαία τον περιέλουσε ένα κύμα αγαλλίασης, σαν να είχε μόλις ανακαλύψει μια γνώση που θα μπορούσε ν' αλλάξει τον κόσμο. Κοντοστάθηκε, τράβηξε μια γερή τζούρα αέρα και κοίταξε τριγύρω. Πεζοδρόμια, καταστήματα, οχήματα κι άνθρωποι ήταν καλυμμένα από ένα εξαιρετικά λεπτό στρώμα λαδερής καπνιάς που, αν και ήταν μόλις αντιληπτή, έκανε τα πάντα να μοιάζουν πιο μαυριδερά από όσο ήδη ήταν. Ο ιχώρ της πόλης! Ο αέρας εισέβαλε στο λάρυγγα του Τζόναθαν και, μαζί με τη γνώριμη οσμή, ερέθισε και τη γεύση του με μια αίσθηση υδρογονάνθρακα, σκληρή και απάνθρωπη, που απλώθηκε στο πίσω μέρος του ουρανίσκου του και που, ο Τζόναθαν σκέφτηκε, δεν πρέπει να διέφερε πολύ από το να γλείφει τη λαδίλα του πεζοδρομίου.

Συνέχισε να περπατά με κατεύθυνση το σπίτι του κι αποφάσισε να συνεχίσει ως εκεί με τα πόδια. Δεν αισθανόταν κουρασμένος σωματικά, άλλωστε δεν είχε δουλέψει καθόλου σήμερα αλλά το νευρικό του σύστημα είχε δοκιμαστεί σοβαρά μ' όλα αυτά τα παράξενα γεγονότα και μια τρίτη συνάντηση με ταρίφα μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο δε θα ήταν και η καλύτερη ιδέα. Είχε πάρει να σουρουπώνει και το μονότονο soundtrack της πόλης με τα κορναρίσματα και τα μαρσαρίσματα είχε μειωθεί αισθητά σε ένταση και αγριότητα. Ένα αόριστο αίσθημα πείνας άρχισε να διαμαρτύρεται δειλά από τα βάθη του στομαχιού του. Ο Τζόναθαν σκέφτηκε ότι η πείνα του ήταν ένα δείγμα υγείας, ένα σημάδι ότι ο οργανισμός του επέστρεφε στη συνηθισμένη του ρουτίνα, στις απλές και πεζές του βασικές λειτουργίες και χάρηκε γι' αυτό γιατί στο μυαλό του Τζόναθαν καθετί πεζό ήταν συνώνυμο με το φυσιολογικό. Και αυτή ειδικά τη στιγμή ο Τζόναθαν δεν είχε ανάγκη από τίποτε άλλο παρά από μια ισχυρή δόση πεζότητας. Θυμήθηκε με ευχαρίστηση ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει στο μαγαζί. Ο Ιορδάνης, πάνω σ' εκείνη την πονόψυχη αναλαμπή του, του είχε δώσει ένα μήνα άδεια! Φυσικά γνώριζε ότι το αφεντικό του δεν ήταν δυνατό να εννοεί κάτι τέτοιο αλλά σίγουρα δε θα τον πείραζε αν ο Τζόναθαν έμενε κανά δυο μερούλες στο σπίτι μετά τα σημερινά γεγονότα. Ο Τζόναθαν είχε τη βεβαιότητα ότι παρά τη φαινομενική του σκληρότητα, ο Ιορδάνης τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι' αυτόν.

Δεν του πήρε πάνω από 20 λεπτά για να ξαναβρεθεί στη γειτονιά του. Μπήκε στο κατάστημα γρήγορου φαγητού απέναντι από το σπίτι του όπου τον καλοδέχτηκε μια όμορφη κοπελίτσα με ψεύτικο χαμόγελο και ριγέ πουκαμισάκι σε παλ αποχρώσεις που είχε τεντωθεί επικίνδυνα λόγω του τεράστιου στήθους της, ενώ το καρτελάκι με τ' όνομά της, στραμμένο ελαφρώς προς τα πίσω, φαινόταν μόνο κατά το ήμισυ. Ο Τζόναθαν πρόσεξε ότι το όνομά της άρχιζε από "ΣΟΥ..." κι ένιωσε τα μηνίγγια του να ξαναφουντώνουν με μια θέρμη που έφτασε μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών του, ώσπου η κοπέλα έστρεψε το κορμί της κι αποκάλυψε το γραμμένο με κόκκινα γράμματα "ΣΟΥΛΑ" στο πέτο της. Στο Τζόναθαν φάνηκε ότι προς στιγμή το καρτελάκι κουνήθηκε παιχνιδιάρικα πέρα δώθε και το "ΣΟΥΛΑ" στο κέντρο του έγινε ακόμη πιο κόκκινο και αυθάδες, σαν γλώσσα που βγαίνει από ένα στόμα κοροϊδευτικά. Ενστικτωδώς, ο Τζόναθαν έστρεψε αλλού το βλέμμα του και κατέπνιξε το επιτακτικό μήνυμα εκκένωσης που προήλθε απ' την κύστη του συστρέφοντας ελαφρώς τα γόνατά του αριστερά-δεξιά. Η υπάλληλος πλάτυνε το χαμόγελό της κι έσπρωξε προς το μέρος του τη χαρτοσακούλα με το πλαστικό φαγητό, προφέροντας ένα "καλή σας όρεξη!" μ' έναν τρόπο που ήταν σίγουρα προβαρισμένος χίλιες φορές σε κάποιο σεμινάριο εκπαίδευσης της εταιρείας για ν' ακούγεται φιλικός και συνάμα επαγγελματικός. Ο Τζόναθαν την άρπαξε και κινήθηκε βιαστικά προς την έξοδο, θέλοντας να βρεθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο σπίτι του, την αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα της πεζότητάς του, όπου τίποτε ενδιαφέρον ή εξωτικό δε συνέβαινε ποτέ και όπου σίγουρα θα έβρισκε μια στάλα ηρεμίας. Βγαίνοντας από το κατάστημα πρόλαβε να ακούσει την κρυστάλλινη κιθάρα των Creedence Clearwater Revival να ξεχύνεται από τα ηχεία και τη φωνή του John Fogerty να τραγουδάει παθιάρικα : "Oh Suzie Q..."

3 σχόλια:

  1. ναι το ξέρω...είναι απλά ένα intermission για να ξεμουδιάσω...

    more to come soon ως προς την πλοκή...

    frontman, πρέπει να μιλήσουμε :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Να μιλήσουμε δικέ μου όποτε θες!
    Μαλάκα είναι απίστευτα παραστατικός ο λόγος σου!
    Καύλωσα με το καρτελάκι...!

    ΑπάντησηΔιαγραφή