Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Chapter 19

Έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Έβγαλε αργά τα κλειδιά από τη τσέπη του ψευδοσφυρίζοντας το σκοπό του Suzie Q που του είχε κολλήσει από τη στιγμή που έφυγε από το φαστφουντάδικο και μία το σιγοτραγουδούσε, μία σταμάταγε και παραμιλούσε στον εαυτό του λέγοντας ότι είναι μια χαρά. Άνοιξε τη πόρτα και άρχισε να ανεβαίνει αργά τα σκαλιά μέχρι το ασανσέρ. Καθόλη τη διάρκεια που βρισκόταν στο ασανσέρ συνέχισε να τραγουδάει και να παραμιλάει, κάνοντας τις γνωστές τυφλές μηχανικές κινήσεις αναζήτησης του κλειδιού της πόρτας του διαμερίσματός του. Βρέθηκε λοιπόν στο σκοτεινό διάδρομο έξω από το διαμέρισμά του, όπου αφηρημένος συνέχισε να τραγουδάει σχεδόν ουρλιάζοντας “Suzie Q, Oh Suzie Q” ακριβώς όπως ο Fogerty λίγο πριν το τέλος του τραγουδιού. “ΣΚΑΣΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ” ακούστηκε με απόηχο μία φωνή από κάποιο άλλο διαμέρισμα, φέρνοντάς τον αμέσως στη πραγματικότητα. Ο Τζόναθαν έκανε να βάλει το κλειδί στη πόρτα αλλά πριν το κάνει διαπίστωσε ότι ένα πράσινο φως αχνοφαίνονταν από τη χαραμάδα μεταξύ της πόρτας και του δαπέδου. Την ίδια στιγμή μια γνώριμη μπόχα του γαργάλισε τα ρουθούνια. “Είμαι μια χαρά…!” είπε ο Τζόναθαν ξανά στον εαυτό του και έκανε δυο βήματα πίσω. Κοίταξε από απόσταση τη πόρτα και αμέσως μετά δεξιά και αριστερά για να βεβαιωθεί ότι στην αφηρημάδα του δεν πήγε σε λάθος διαμέρισμα. Όλα έδειχναν ότι δεν είχε κάνει λάθος. Αναζήτησε τυφλά στον τοίχο το κουμπί για το φώς, το οποίο βρήκε και πάτησε αλλά δεν άναψε. Αμέσως έστρεψε το βλέμμα του προς το κουμπί και συνέχισε να το πατάει ώσπου τελικά πείστηκε ότι δεν πρόκειται να ανάψει. Μόλις ξαναγύρισε το βλέμμα του προς τη πόρτα, είδε πως δεν υπάρχει κανένα φως κάτω από τη χαραμάδα. “Είμαι μια χαρά!!” ξαναείπε στον εαυτό του, έβαλε το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξε.

Με το που μπήκε μέσα, η πόρτα πίσω του έκλεισε δυνατά! Ο Τζόναθαν έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος τη μεγάλη φιδογυριστή σκάλα που βρέθηκε μπροστά του. Την ίδια σκάλα που είχε κατέβει σήμερα το πρωί (ή ότι ώρα ήταν) και που τον οδήγησε στο Gulp of Life. “Είμαι μια χαρά!” ξανάπε. Έκανε μεταβολή και άνοιξε πάλι την πόρτα για να αντικρίσει αυτό που φοβότανε. Σκουπίδια, χυμένα αποφάγια ενώ η γνωστή μπόχα του τρύπησε τα μυνήγγια! “Σκατά!!” Έκλεισε πάλι την πόρτα και ξεκίνησε να κατεβαίνει τη σκάλα ενώ έτρεμε ολόκληρος. Στο μυαλό του ήρθε ξανά η ανάμνηση της γιαγιάς του που του ζήταγε να πάει στο κελάρι για να της φέρει λάδι και κρεμμύδια. Η μουσική ακουγότανε πιο σιγά αυτή τη φορά. Λίγο πριν ανοίξει τη δεύτερη πόρτα, κοντοστάθηκε και άρχισε να μιλάει επιτακτικά στον εαυτό του: “Τζόναθαν! Είσαι μια χαρά! Κάποιος σου κάνει πλάκα! Θα μπεις μέσα λες και δε τρέχει τίποτα. Θα βρεις τη Σούζι, θα ζητήσεις εξηγήσεις. Θα πεις ότι αυτό το αστείο, ότι και να είναι, πρέπει να τελειώσει και ότι εσύ δε γελάς καθόλου! Θα πεις ότι ένα αστείο είναι αστείο όταν γελάμε όλοι! Αυτό θα πεις!” Άνοιξε λοιπόν και αυτή την πόρτα και αντίκρισε το ίδιο σκηνικό που θυμότανε. Παντού μόνο γυναίκες! Ζουμερές και sexy! Όλες ντυμένες πρόστυχα! Πρέπει να ήταν περισσότερες μάλιστα αυτή τη φορά. Ίσως πάνω από 30! Κι όμως αυτή τη φορά ο Τζόναθαν δε καυλαντίστηκε καθόλου! Έψαχνε ανάμεσα στα βυζιά και στους κώλους να βρει τη Σούζι! Πουθενά όμως! Η Σούζι δε βρισκότανε εκεί. Όπως και ο Αλφόνσο ο γλίντζης, στη θέση του οποίου ήταν μια ξανθιά γυναίκα. Ψηλή και ζουμερή όπως και οι υπόλοιπες! Λίγο πιο νταβραντισμένη και ίσως λίγο μεγαλύτερη αλλά εξ’ ίσου μουνάρα! Ο Τζόναθαν πήγε απευθείας να της μιλήσει:

-“Που είναι η Σούζι;” ρώτησε με ύφος ο Τζόναθαν. Η ξανθιά barwoman η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή χαχάνιζε με τις άλλες γκόμενες του μαγαζιού, γύρισε και τον κοίταξε με ένα ευχάριστο βλέμμα έκπληξης.

-“Για σου γλυκέ μου! Τι μπορώ να κάνω για σένα;” είπε με βαθειά φωνή.

-“Άαασε τα φιλοσοφικά! Θέλω να μου πεις αμέσως που είναι η Σούζι;”

-“H Σούζι δεν είναι εδώ γλυκέ μου. Δε ξέρω που είναι.”

-“O Αλφόνσο; Που είναι ο Αλφόνσο;”

-“O Αλφόνσο έχει ρεπό γλυκέ μου!”

-“O AλΦόνΣο έΧΕι ΡεΠό γΛυΚέ μΟυ” επανέλαβε κοροϊδευτικά ο Τζόναθαν μιμούμενος τη βαθειά φωνή της! “Τι ρεπό και αρχίδια; Αφού το πρωί ήταν εδώ!”

-“Δε ξέρεις τι λες μάλλον γλυκέ μου! Το πρωί το μαγαζί δεν είναι ανοιχτό. Και θα σου πρότεινα να προσέχεις τη γλώσσα σου! Σε αυτό το μαγαζί έχει πολλές κυρίες όπως βλέπεις!”

-“Χα! Κυρίες! Αυτά τα ξεκωλίδια; Τελοσπάντων… Θέλω να μου πεις αμέσως που βρίσκομαι!”

-“Στο Gulp of Life γλυκέ μου! Στο μπαρ των αισθήσεων… Δεν είδες τη φωτεινή επιγραφή πριν μπεις μέσα;”

-“ΟΧΙ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΠΡΙΝ ΜΠΩ ΣΤΟ ΜΠΑΡ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, ΗΜΟΥΝΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!” γκάριξε ο Τζόναθαν και χτύπησε το χέρι του στον πάγκο. Η μουσική σταμάτησε και αμέσως ο Τζόναθαν έγινε για ακόμα μια φορά το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για ολόκληρο το μαγαζί. Η barwoman τον κοίταζε συνοφρυωμένη έχοντας το αριστερό της χέρι κάτω από τον πάγκο. “Ψυχραιμία Τζόναθαν” είπε στον εαυτό του. “ Είσαι μια χαρά! Ψυχραιμία γιατί το χάνεις!”

-“Είσαι καλά;” ρώτησε η barwoman χωρίς να τον πει «γλυκό της».

-“Είμαι μια χαρά” αποκρίθηκε ο Τζόναθαν. “Λοιπόν πάμε απ’ την αρχή. Θέλω να μου πεις, σε παρακαλώ, που βρίσκομαι;”

-“Μα σου είπα γλυκέ μου! Στο Gulp…”

-“Ναι ναι! Που βρίσκομαιιι;;;” διέκοψε ο Τζόναθαν. “Που είναι το Gulp of Life; Είμαι στην Αθήνα; Στην Ελλάδα; Είμαι στη Γη; Είμαι σε άλλο γαλαξία; Είμαι σε άλλη διάσταση; Είμαι στη κόλαση; Που στο διάολο βρίσκομαι;”

-“Είσαι ακριβώς εκεί που θέλεις να είσαι γλυκέ μου. Είσαι ακριβώς εκεί που… πρέπει να είσαι.”

-“Μάλιστα…. Είμαι ακριβώς εκεί που πρέπει να είμαι...” είπε ο Τζόναθαν ειρωνικά. “Αρχίσαμε πάλι τις μαλακίες.. Πως σε λένε αλήθεια;”

-“Βερόνικα!”

-“Σούζι.. Βερόνικα.. Τι πουτανιάρικα ονόματα είναι αυτά..; Πουτάνες είστε όλες εδώ μέσα;”

-“Ενώ το Τζόναθαν ακούγεται πολύ παραδοσιακό όνομα μαλάκα!” είπε κοφτά η Βερόνικα αποσύροντας το βαθύ τόνο της φωνής της και ξαναέβαλε το αριστερό της χέρι κάτω από τον πάγκο.

-“A μπα!! Από το «γλυκέ μου» στο «μαλάκα»; Και για να έχουμε το καλό ερώτημα, πότε σου είπα το όνομά μου; ΓΛΥ-ΚΙΑ-ΜΟΥ;; Έχετε βαλθεί να με τρελάνετε με τις μαλακίες σας; Θα τα σπάσω όλα ΕΑΝ ΔΕ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΑΜΕΣΩΣ ΠΩΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΒΡΕΘΗΚΑ ΠΑΛΙ Σ'ΑΥΤΗ ΤΗ ΤΡΥΠΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ!!”

-“Εεε άει στο διάολο πια” είπε η Βερόνικα και αμέσως σήκωσε το χέρι της που έκρυβε κάτω από το πάγκο κρατώντας στην άκρη του ένα λαστιχένιο γκλοπ το οποίο και προσγείωσε με δύναμη στα μούτρα του Τζόναθαν.

Ο Τζόναθαν ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα χάνοντας για πολλοστή φορά τις αισθήσεις του μέσα σε μία μέρα. Στον ύπνο του είδε ότι βρισκότανε σε μια χασαποταβέρνα στο Μέτσοβο και έτρωγε κοντοσούβλι ενώ απέναντί του καθότανε η Νάνα Μούσχουρη η οποία τον κοίταζε και έβαζε δάχτυλο στο μουνί της. Ο Τζόναθαν ξύπνησε πάλι με τρομερούς πονοκεφάλους. Άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως βρισκότανε στο κρεβάτι του. Το ρολόι έδειχνε 10 και μισή το πρωί. Σηκώθηκε, πήγε προς τη τουαλέτα, σκόνταψε στο λάστιχο, κατούρησε στη χέστρα και αντίκρισε τη μούρη του στο καθρέφτη. Το δεξί του μάτι ήταν μαυρισμένο και πρησμένο. “Δεν είμαι τρελός!” ψιθύρισε. “Είμαι μια χαρά!! Θα σας γαμήσω όλους! Είμαι μια χαρά!!”

3 σχόλια: