Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010
Chapter 10
Chapter 9
Μέσα στην ομοβροντία των γέλιων που σιγά σιγά έσβηνε, ο Τζόναθαν ρούφηξε λίγο απ' το ποτό του και η γεύση του θύμισε πικρό κάτουρο. Την άθλια γεύση την έκανε ακόμη χειρότερη το γέλιο της Σούζι που συνεχιζόταν δυνατό, κρυστάλλινο και αυθάδες, παρά το ότι τα υπόλοιπα κορίτσια κι ο Αλφόνσο είχαν σταματήσει να ασχολούνται μαζί του. Ο Τζόναθαν κατέβασε μ' ένα ηχηρό "...gulp..."--κοίτα κάτι συμπτώσεις--τη γουλιά του και προσπάθησε να το παίξει άνετος διαγράφοντας στα χείλη του ένα ψεύτικο χαμόγελο και ρωτώντας :
- "Ήπιαμε λιγάκι παραπάνω ε;"
Η Σούζι δεν έδειξε να πτοείται! Δυνάμωσε την ένταση του γέλιου της κουνώντας παράλληλα το κεφάλι της πέρα δώθε, μια κίνηση που μεταδιδόταν σ' ολόκληρο το υπέροχο σώμα της και, φυσικά, στα τεράστια βυζιά της που κουνιόντουσαν πάνω κάτω σα να είχαν δικιά τους ζωή και, με πολύ κόπο, κατάφερε τελικά να πει :
- "Ήξερα ότι ο Ιορδάνης είναι ανωμαλάρα του κερατά, ήξερα ότι κι εσύ δεν πας πίσω, αλλά δεν ήξερα ότι έχει προχωρήσει τόσο πολύ η σχέση σας..."
και συνέχισε το κρεσέντο γέλιου ακάθεκτη.
Η ψεύτικη άνεση του Τζόναθαν έγινε χίλια κομμάτια. Με την άκρη του ματιού του νόμισε ότι είδε τον Αλφόνσο το γλίντζη να τον κοιτάζει μ' ένα σατανικό χαμόγελο την ώρα που σκούπιζε ένα ποτήρι, αλλά μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα εκεί είδε ότι ο Αλφόνσο είχε αλλού στραμμένη την προσοχή του και μιλούσε σε δυο θεογκόμενες ντυμένες με το ίδιο λευκό διαφανές μπλουζάκι. Ξαφνικά θυμήθηκε πόσο μισούσε τους μπάρμεν. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τι βρίσκανε οι γκόμενες σ' αυτά τα κατακάθια που το ζενίθ της δημιουργικότητάς τους ήταν το να κόψουν ακριβώς στη μέση το λεμόνι σ' ένα σφηνάκι "γλειφομούνι". Κι όμως, οι γκόμενες πάντα γούσταραν τους μπάρμεν και πάντα έφτυναν το Τζόναθαν...ή μάλλον, για τις γκόμενες που έφτυναν το Τζόναθαν, υπήρχε πάντα ένας μπάρμαν στη γωνία...Μότο ζωής, υπ' αρίθμ. 1. Με το χαμόγελό του να έχει εξαφανιστεί και σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βγει από πάνω άρθρωσε τις επόμενες λέξεις :
- "Νόμιζα πως είπες ότι δε με ξέρεις...Τώρα λες ότι ξέρεις και εμένα και τον Ιορδάνη;"
- "Ποιον Ιορδάνη;",
απάντησε η Σούζι φτύνοντας τα τελευταία ψήγματα του γέλιου της με κινήσεις που θύμιζαν σπασμούς επιληπτικού. Ξαφνικά τα μάτια της κοίταζαν και πάλι στο κενό ενώ ρουφούσε μικρές πράσινες γουλιές απ' το ποτήρι της.
Ο Τζόναθαν την κοίταξε διερευνητικά και τη ρώτησε :
- "Σούζι, τι παιχνιδάκι είναι αυτό πάλι;"
Η Σούζι φόρεσε το καλύτερό της χαμόγελο :
- "Τι παιχνιδάκι βρε χαζούλη; Ξέρεις το όνομά μου; Ο Αλφόνσο ο κατεργάρης το άνοιξε το στοματάκι του ε;", είπε, κοιτάζοντας τον Αλφόνσο και δίνοντας ψεύτικες περιπαικτικές ξυλιές στον αέρα. "Εντάξει, εδώ στο Gulp of Life με ξέρουν και οι πέτρες...όχι ότι εδώ μέσα έχει πέτρες αλλά...που λέει ο λόγος...κατάλαβες; Πες εσύ ότι με ξέρουν και οι μπάρες και μέσα είσαι!", είπε και χαχάνισε με το οικτρό αστείο της. Ήπιε ακόμη μια πρασινωπή γουλιά :
- "Εσένα πως σε λένε, χαζούλη;"
Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010
Chapter 8
Πολλά είναι άγνωστα και ασαφή σχετικά με τη ζωή του Τζόναθαν, και πρώτo από όλα το όνομά του. Άραγε, γιατί τον λένε Τζόναθαν???...
Αυτό το κάπως περίεργο όνομα οφείλεται στον πατέρα του, για τον οποίο πάρα πολύ λίγα είναι γνωστά. Ζητήσαμε την βοήθεια του ιδιοφυούς Δόκτορα Κέϊος, ο οποίος υπήρξε ο ψυχαναλυτής του πατέρα του Τζόναθαν για αρκετό καιρό πριν πολλά χρόνια και πριν αυτός (ο πατέρας) εξαφανιστεί μυστηριωδώς χωρίς ίχνη. Παραθέτουμε λοιπόν τη συνέντευξη που πήραμε από τον συμπαθή αλλά και εκκεντρικό Δόκτορα:
Κύριε καθηγητά, πως θα χαρακτηρίζατε τον Πελοπίδα;
Ο Πελοπίδας ήταν ένας εργατικός άνθρωπος! Λίγο τραχύς αλλά ντόμπρος! Άνθρωπος της εργατιάς. Καταλαβαίνετε..!
Πώς ήταν η οικονομική του κατάσταση;
Από ότι μου έλεγε ο ίδιος, δεν ήταν και πολύ καλά. Αν θυμάμαι καλά είχε 4 παιδιά και 2 μπεκ ποτίσματος. Η δουλειά που έκανε σαν ελαιοχρωματιστής, δεν ήταν στα πάνω της εκείνο το καιρό.
Η σχέση σας με τον Πελοπίδα πως ξεκίνησε;
Έψαχνα να βρω έναν τυπικό άντρα με μεγάλες βλεφαρίδες για να με βοηθήσει στην έρευνά μου! Ο Πελοπίδας ήταν ο καταλληλότερος για αυτή τη δουλειά! Μόλις τον είδα κατάλαβα αμέσως ότι αυτός είναι ο άνθρωπος που χρειάζομαι! Με βοηθούσε στην έρευνά μου και σε αντάλλαγμα εγώ του παρείχα υπηρεσίες ψυχαναλυτή! Ήταν ο βοηθός μου και ήμουν ο ψυχαναλυτής του.
Γύρω από τι θέμα γίνεται η έρευνά σας καθηγητά;
Αυτό δε μπορώ να σας το αποκαλύψω.
Πιστεύετε ότι η εξαφάνισή του μπορεί να σχετίζεται με την έρευνά σας;
Σε καμία περίπτωση! Είχαμε άριστη σχέση και ο ίδιος ήτανε πολύ ικανοποιημένος με τη συνεργασία μας! Κάποτε μου εκμυστηρεύτηκε ότι έχει να νιώσει πως κάνει κάτι ουσιαστικό στη ζωή του από τότε που υπηρετούσε στη Λεγεώνα των Ξένων! Αφήστε με είμαι συντετριμμένος.. Έχασα το καλύτερο πειραματόζωο που είχα ποτέ μου (λιγμοί)...
Πειραματόζωο είπατε;
Πειραματόζωο είπα; Συνεργάτης ήθελα να πω! Η συγκίνηση βλέπετε...
Την έρευνα σας τη συνεχίζετε;
Προσπαθώ αγόρι μου.. Προσπαθώ.. Που να βρω τέτοιο διαμάντι σα τον Πελοπίδα; Έχω δοκιμάσει ένα σωρό αλλοδαπούς με ψεύτικες βλεφαρίδες αλλά δεν είναι το ίδιο. Για να δω τις δικές σου βλεφαρίδες λίγο.. Εεε.. Δε μου κάνεις...
Ξέρετε τι μπορεί να οδήγησε τον Πελοπίδα στην εξαφάνισή του;
Δεν έχω ιδέα!
Μα πως είναι δυνατόν να μην έχετε ιδέα; Ψυχαναλυτής του δεν ήσασταν;
Ε ναι, ψυχαναλυτής του ήμουνα! Όχι μέντιουμ! Που να ξέρω εγώ τι σόι ψώνιο τον βάρεσε και σηκώθηκε και εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω 4 μωρά παιδιά και 2 μπεκ ποτίσματος; ....Τώρα που το λες, θυμάμαι τον Πελοπίδα να μου μιλάει συχνά για ένα λοχαγό που είχε γνωρίσει όταν υπηρετούσε στη Λεγεώνα των Ξένων. Τον είχε σώσει λέει από βέβαιο θάνατο σε μία αποστολή στην Αφρική, όταν ο Πελοπίδας πάτησε ένα δηλητηριώδες φίδι.. αυτό το μαύρο μάμπα θαρρώ.. και αυτό γύρισε και τον δάγκασε! Ο λοχαγός ρούφηξε με τα δόντια του το δηλητήριο και έφτιαξε ένα μυστικό ματζούνι με το οποίο τον θεράπευσε!! Μάλιστα, όταν θαύμαζα τις βλεφαρίδες του Πελοπίδα, εκείνος μου έλεγε ότι ο λοχαγός του είχε μεγαλύτερες και πιο θελκτικές βλεφαρίδες! Αχ.. πως τον λέγανε ρε γαμώτο..;
Chapter 7
- "Ένα λάιμ με βότκ.. εεε.. μία βότκα με λάιμ" είπε ο Τζόναθαν χωρίς να τον κοιτάξει καν.
- "Σούζι εσύ θέλεις να σου βάλω ακόμα ένα αψέντι;" ρώτησε πάλι ο γυμνοσάλιανγκας.
- "Ναι καλέ μου Αλφόνσο! Βάλε μου από εκείνο το καλό" είπε με νόημα η σεξουάλα Σούζι.
Ο Αλφόνσο τσακίστηκε για να ετοιμάσει τα ποτά ενώ ο Τζόναθαν έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος τα ζουμερά βυζόμπαλα της Σούζι! Τον κοιτούσε που την κοιτούσε αλλά περίμενε να της μιλήσει πρώτα αυτός! Την κοιτούσε για 2 λεπτά και 36 δευτερόλεπτα μέχρι που ήρθε ο Αλφόνσο με τα ποτά τα οποία ακούμπησε προσεκτικά στον πάγκο, μαζί με ένα μπολάκι από εκείνες τις πορτοκαλί αηδίες με τα μπιζέλια και έφυγε με την όπισθεν. Ο Τζόναθαν ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και αποφάσισε να της πει μια κουβέντα.
- "Έχω να σε δώ πολύ καιρό! Καλά κρατιέσαι!"
- "Γνωριζόμαστε από κάπου;" είπε δήθεν αδιάφορα η Σούζι.
- "Κάποτε σύχναζες στο βιβλιοπωλείο του κυρ-Τάσου! Σαλαμούρας και Χαλάστρας γωνία. Εγώ τότε έμενα απέναντι και σε έβλεπα από το μπαλκόνι μου που καθόσουνα ώρες ατελείωτες και διάβαζες βιβλία στο γραφειάκι δίπλα στη βιτρίνα! Σε έβλεπα κάθε μέρα και είχα προσπαθήσει να μάθω από τον κυρ-Τάσο για σένα! Δυστυχώς δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από το όνομά σου! Κάθε βράδυ σκεφτόμουνα τα βυζ.. εε.. τα μάτια σου και ένα από αυτά τα βράδια αποφάσισα να σου μιλήσω επιτέλους. Αλλά δεν εμφανίστηκες ποτέ ξανά..."
- "Ναι, δε ξαναπήγα σε αυτό το βιβλιοπωλείο ποτέ μου. Ο κυρ-Τάσος ξέρεις ήταν μεγάλος μπίχτης και με είχε ζαλίσει. Μια μέρα που μου έβαλε χέρι αναγκάστηκα να τον χαστουκίσω και δεν ξαναπάτησα εκεί." είπε η Σούζι διατηρόντας πάντα το μπλαζέ ύφος της.
- "Ά το σάτυρο! Το τζαναμπέτη!" είπε ο Τζόναθαν γεμάτος θυμό.
- "Ας αφήσουμε όμως τον κυρ-Τάσο" είπε η Σούζι γλυκαίνοντας λίγους τόνους τη φωνή της. "Πως σε λένε εσένα;"
- "Τζόναθαν.." είπε ο Τζόναθαν και άρχισε να σφίγγεται το στομάχι του.
- "Από που είσαι καλέ μου Τζόναθαν;"
- "Από τα κάτω Πατήσια!"
- "Και γιατί σε λένε Τζόναθαν; Έχεις καταγωγή από το εξωτερικό;"
Ο Τζόναθαν κόλλησε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ του γιατί τον λένε Τζόναθαν. Προσπαθούσε να θυμηθεί αλλά μάταια. Έφερε στο μυαλό του στιγμές ενώ πήγαινε ακόμα σχολείο και ο καθηγητής του φώναζε "χαζούλη Τζόναθαν πάλι έγραψες κάτω απ'τη βάση". Τους συμμαθητές του που τον νικάγανε στο μπάσκετ και τον κοροϊδεύανε "χαχαχα πούτσα στο Τζόναθαν" και τη μαμά του που κάθε φορά που το φαΐ ήταν έτοιμο τον καλούσε γλυκά "Τζόναθαν καλέ μου, έλα να φας το φαγάκι σου". Μα γιατί τον λένε Τζόναθαν;!
Η Σούζι άρχισε να αναρωτιέται από την μεγάλη διάρκεια της παύσης της κουβέντας τους και φοβούμενη μην έχει πάθει ο Τζόναθαν καμια επιληπτική κρίση κοιτώντας τα βυζιά της τον ρώτησε:
- "Είσαι καλά;"
- "Ε.. εε;; Ναι! Ναι μια χαρά είμαι...! Τι λέγαμε;"
- "Σε ρώτησα γιατί σε λένε Τζόναθαν!"
- "Εε κοίταξε, είναι μεγάλη ιστορία. Θα στη πω κάποια άλλη στιγμή. Τώρα ας μιλήσουμε λίγο για σένα. Τι άλλο κάνεις εκτός από το να διαβάζεις βιβλία;"
- "Τίποτα σχεδόν. Έρχομαι εδώ στο Gulp of Life και γνωρίζω κόσμο. Είναι ωραίο να γνωρίζεις κόσμο! Είναι τόσο διαφορετικοί οι άνθρωποι μεταξύ τους... Εσύ;"
- "Τι εγώ;"
- "Εσύ τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι;"
- "Τίποτα το ενδιαφέρον μωρέ. Δουλεύω σε ένα κατάστημα που πουλάει ρέπλικες μεσαιωνικών όπλων στο Χαϊδάρι. Ξέρεις σπαθιά, βαλίστρες και τέτοια! Πωλητής είμαι."
- "Και σου αρέσει η δουλειά σου;" ρώτησε η Σούζι με λίγη δόση σεξουαλικότητας παραπάνω.
- "Ναι μωρέ καλή είναι. Ξέρεις, το να είσαι ανάμεσα σε τόσα ωραία αντικείμενα που θυμίζουν άλλη εποχή, είναι κάπως.. ενδιαφέρον" είπε ο Τζόναθαν λέγοντας ψέμματα και συνέχισε: "Τα περισσότερα από αυτά είναι τόσο ακριβή αντίγραφα που άνετα μπορούν να σκοτώσουν! Αν όχι να σκοτώσουν, κανα μάτι το βγάζουν σίγουρα! Τις προάλλες μας έφεραν ένα ξίφος που......... ΦΤΟΥΥΥΥ!!!!"
Ο Τζόναθαν θυμήθηκε πως ξέχασε να πάει στη δουλειά του σήμερα και ακόμα χειρότερα να πάρει το αφεντικό του τηλέφωνο για να του πει καμια ψεύτικη δικαιολογία. Αμέσως έβγαλε το κινητό του που το είχε ξεχάσει στο αθόρυβο και είδε ότι έχει 27 αναπάντητες κλήσεις! Όλες από τον Ιορδάνη, το αφεντικό του!
"Αμάααν... Θα με γαμήσει ο Ιορδάνης" είπε σχεδόν κλαίγοντας και έριξε το κεφάλι του ανάμεσα στους αγκώνες.
Chapter 6
Τα ίχνη τον οδήγησαν αρκετά μακρυά. Προχώρησε στα αδιάφορα στενά της πόλης, έως ότου έφτασε σε μία κοινή εσοχή δύο πολυκατοικιών .
Σκουπιδοτενεκέδες τιγκαρισμένοι με βρωμερά απορρίματα. Ξεσκισμένες σακούλες από νύχια γάτας και χυμένα αποφάγια επάνω στο δρόμο. Όλα αυτά, καθώς και μία εμετική οσμή πλαισίωναν την είσοδο ενός ημιυπογείου.
Τα ίχνη σταματούσαν εκεί.
Σήκωσε το κεφάλι και κόιταξε πάνω από την πόρτα την φθορίζουσα επιγραφή "Gulp of Life" . Ητάν ένα bar, ένα καταγώγι που υπο άλλες συνθήκες δεν θα έκανε ποτέ του τον κόπο να του ρίξει δεύτερη ματιά.
Βιαστηκά άνοιξε την πόρτα για να αποφύγει την δυσοσμοία των σκουπιδιών και βρέθηκε στην κορυφή μίας φιδογυριστής σκάλας μέσα σε έναν σκοτεινό προθάλαμο. Μια δεύτερη πόρτα ξεχώριζε χαμηλά στο βάθος. "Αυτή θα πρέπει να είναι η κύρια είσοδος...επιτέλους !" Κατεβαίνοντας την σκάλα θυμήθηκε τον φόβο που ένιωθε μικρός όταν του ζηταγε η γιαγιά του να πάει στο κελάρι για να της φέρει λάδι και κρεμύδια. Το έτρεμε εκείνο το κελάρι. Η μουσική τον επανέφερε στο παρόν. Είχε φτάσει. Ανοιξε την πόρτα... "Ο θεέ μου ευχαριστώ !"
Γυναίκες... Τόσες πολλές, τόσες όμορφες sexy γυναίκες... δεν είχε ξαναδεί ποτε στη ζωή του τέτοιο πράγμα...Ενα μπαρ γεμάτο ΜΟΝΟ απο γυναίκες. Ίσως ήταν ο μόνος άντρας εκεί μέσα. Προχώρησε λίγα μέτρα πιο μέσα, σκοντάφτοντας επάνω σε βυζά και τρεκλιζοντας επάνω σε κάτι κώλους. Όλες τους τον κοιτούσαν με βλέμμα λάγνο σαν να ήθελαν να του πουν "ξέσκισε με εδω και τωρα ". Ξαφνικά τα μάτια τού άνοιξαν διάπλατα με αυτό που αντίκρυσε. Δίπλα στο μοναδικό άδειο σκαμπό του μαγαζιού βρίσκονταν εκείνη.. Η Τέμπορα ! Εεε...η Σούζι. Φτιαγμένη ακριβως όπως την είχε πλάσει η φαντασία του... Με το λευκό σούπερ μικροσκοπικό φόρεμα της και τα βαριά της στήθη να ανταγωνίζονται το ένα με το άλλο για να ξεκλέψουν λίγα κυβικά εκατοστά πολύτιμου χώρου μέσα στο κολασμένα ασφυκτικό μπούστο της. Καθισμένη στην άκρη του μπαρ κοιτάζοντας τον, ανοιγόκλεινε τα υπέροχα μπούτια της στον ρυθμό της μουσικής. Όλα ήταν σαν σε όνειρο. "Βεβαίως και θα πας να της μιλήσεις ηλίθιε μπουχέσα" είπε στον εαυτό του λίγο πρίν ξεκινήσει.
Όλα ήταν σαν σε όνειρο αυτο το βράδυ. Όλα εκτός από εκείνον τον παλιομπάσταρδο τον μπάρμαν. Κοιτούσε τον Τζόναθαν με τα μικροσκοπικά κακόβουλα ματάκια του από την στιγμή που μπήκε στο μαγαζί και χαμογελούσε γεμάτος πονηριά. Έπειτα μόλις τον είδε να κάθετε δίπλα στη Σούζι έτρεξε να πάρει την παραγγελεία θυμίζοντας αράχνη που τρέχει να τυλίξει το θύμα στον ιστό της.
Chapter 5
ΝΥΧΤΑ....
"Νυχτα ???"
"Νύχτα."
Ανοιγει τα μάτια και είναι νύχτα. Μέχρι να προσαρμοστεί στην έλλειψη φωτός δεν βλέπει τίποτα. Το μίκρο του κεφάλι πάει να σπάσει από τον πόνο και το μπέρδεμα. Μα να... τα πρώτα περιγράμματα εμφανίζονται. Ο δρόμος, τα αυτοκίνητα, τα κτήρια, όλα είναι εκεί πάλι. Τώρα όμως βλέπει και κάτι άλλο.
Είναι πολλά φωτεινά ίχνη. Φωσφορίζουσες πατημασιές από ανθρώπους. Όλοι όσοι βρίσκονται έξω φαίνεται να αδιαφορούν. Όλοι εκτός από κείνον.
"Δεν μπορεί"
"Τι ειναι όλ αυτά ?"
Οι πατημασιές ξεκινούσαν από πολλά διαφορετικά μέρη, όμως όλες τους ακολουθούσαν μία συγκεκριμένη διαδρομή. Το στενάκι λίγο παρακάτω είχε αποκτήσει μία απόκοσμη λευκή αύρα, τόσο πυκνά ήταν τα ίχνη που περνούσαν από εκείνο το σημείο. Αποφάσισε πως θα πάει από κει.
Δεν είχε πλέον τίποτε άλλο σημασία. Τίποτα εκτός από την Σούζι.
Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010
Chapter 4
Chapter 3
Ξαναείδε όνειρο. Όχι, όχι το χταπόδι με τα δρακουλίνια. Ούτε τον φίλο του τον Παύλο να χτενίζει ένα γάιδαρο (το είχε δει αυτό, ναι, πέρσι το Πάσχα).
Είδε την Σούζι. Κομπλέ. Και με τα ωραία της βυζιά, τις ματάρες της, την κωλάρα της. Απ' όλα. Την είδε και -μα το Θεό- αν είχε οχτώ χέρια θα την έπαιζε και με τα οχτώ.
Φορούσε ένα άσπρο, κοντό μίνι φόρεμα και τίποτα άλλο. Α, συγνώμμη, κι' ένα μικρό κόκκινο καπέλο, σαν δαχτυλίθρα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Λοιπόν, του ήρθε η αρχιγκομενάρα η Σούζι στον ύπνο του χωρίς βρακί, ξυπόλητη, με το άσπρο φορεματάκι και τι του είπε:
Τι; αναρωτιέσαι θλιβερέ αναγνώστη. Λιγούρη αναγνώστη.
ΤΙ;
Του είπε αυτό: "Βρες αυτό που βασιλεύει πίσω από το πράσινο κουτάκι χάινεκεν!"
"ΒΡΕΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΟΥΤΑΚΙ ΧΑΙΝΕΚΕΝ!"
Ξύπνησε με το όνειρο σαφέστατο και φρέσκο. Όσο τράβαγε την πρωινή του μαλακία, επαναλάμβανε: "Σούζι μου, θα το βρω. Θα το βρω αυτό που βασιλεύει πίσω από το πράσινο κουτάκι χάινεκεν.."
"Αχ, θα το βρω, ααααχ ααααααχ..."
Chapter 2
- "ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!" φώναξε!
- "Τι σου φταίει βρε η Παναγία;" ακούστηκε μια φωνή γιαγιάς από το απέναντι μπαλκόνι!
- "Α ΓΑΜΗΣΟΥ ΣΚΑΤΟΓΡΙΑ" ούρλιαξε πίσω ο Τζόναθαν και βυθίστηκε ξανά σε λίθαργο.
Chapter 1
"Φύγε καταραμένο χταπόδι! Δεν έχω άλλα δρακουλίνια! Και μη με ξαναενοχλήσεις ποτέ! Αρκετά με ταλαιπώρησες με την ηλίθια μουσική σου και αυτές τις κεραυνοπατάτες!" φώναξε στο ύπνο του και άνοιξε τα μάτια του που αμέσως άρχισαν να τσούζουν απ’ τον ιδρώτα.
"Σκατά!" ψιθύρισε.. "Μέχρι και στον ύπνο μου βλέπω μαλακίες..."
Σηκώθηκε και πήγε στη τουαλέτα να κατουρήσει ξύνοντας την κωλοτρυπίδα του, πάνω απ’το βρακί του. Καιρό τώρα τον φαγουρίζει η κωλοτρυπίδα του κάθε φορά που ιδρώνει. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν καμιά αιμορροΐδα ή κανας μύκητας ή καμιά δερματίτιδα γενικότερα. Δεν πήγαινε όμως σε κάποιο γιατρό να του πει τι είναι αυτό που τον ενοχλεί εκεί κάτω! Φοβόταν μήπως του πει ότι έχει κάτι σοβαρό. Από πάντα ήταν μεγάλος μπουχέσας με τους γιατρούς και τις αρρώστιες. Όχι υποχόνδριος. Μόνο μπουχέσας!
Αφού κατούρησε, δεν τράβηξε το καζανάκι. Δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο δεν τράβηξε το καζανάκι. Απλά δεν το τράβηξε! Κοίταξε τη μούρη του στον καθρέφτη. "Τζόναθαν πρέπει να συνέλθεις. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Πρέπει να συν-έλ-θεις!" Έριξε λίγο νερό στα μούτρα του και πήγε να ξαπλώσει πάλι για το υπόλοιπο της νύχτας που του απέμεινε για να κοιμηθεί. Πριν ξαπλώσει, έριξε μια ματιά στο ψηφιακό του ξυπνητήρι. Ήταν σα να του έλεγε: "Σε μία ωρίτσα θα σε ξυπνήσω Τζόναθαν! Θα σε ξυπνήσω βίαια και απότομα! Και εσύ θα ντυθείς για να πας στη δουλειά σου Τζόναθαν! Ναι, στη δουλειά σου… Τζόναθαν!" Ο Τζόναθαν ξάπλωσε μπρούμυτα και άρχισε να φαντάζεται ότι πετάει το ξυπνητήρι στο κεφάλι του αφεντικού του . Το φαντάστηκε πολλές φορές με διάφορες παραλλαγές. Μία φορά το πέταξε κάθετα με όλη του τη δύναμη. Μία άλλη το πέταξε ψηλοκρεμαστά. Μία άλλη το πέταξε ψηλά και το εκσφενδόνισε με ένα ρόπαλο στον αέρα για να καταλήξει και πάλι με ορμή στο κεφάλι του αφεντικού του! Σκεφτότανε συνέχεια το ίδιο και το ίδιο, μέχρι που τον ξαναπήρε ο ύπνος.