"Φύγε καταραμένο χταπόδι! Δεν έχω άλλα δρακουλίνια! Και μη με ξαναενοχλήσεις ποτέ! Αρκετά με ταλαιπώρησες με την ηλίθια μουσική σου και αυτές τις κεραυνοπατάτες!" φώναξε στο ύπνο του και άνοιξε τα μάτια του που αμέσως άρχισαν να τσούζουν απ’ τον ιδρώτα.
"Σκατά!" ψιθύρισε.. "Μέχρι και στον ύπνο μου βλέπω μαλακίες..."
Σηκώθηκε και πήγε στη τουαλέτα να κατουρήσει ξύνοντας την κωλοτρυπίδα του, πάνω απ’το βρακί του. Καιρό τώρα τον φαγουρίζει η κωλοτρυπίδα του κάθε φορά που ιδρώνει. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν καμιά αιμορροΐδα ή κανας μύκητας ή καμιά δερματίτιδα γενικότερα. Δεν πήγαινε όμως σε κάποιο γιατρό να του πει τι είναι αυτό που τον ενοχλεί εκεί κάτω! Φοβόταν μήπως του πει ότι έχει κάτι σοβαρό. Από πάντα ήταν μεγάλος μπουχέσας με τους γιατρούς και τις αρρώστιες. Όχι υποχόνδριος. Μόνο μπουχέσας!
Αφού κατούρησε, δεν τράβηξε το καζανάκι. Δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο δεν τράβηξε το καζανάκι. Απλά δεν το τράβηξε! Κοίταξε τη μούρη του στον καθρέφτη. "Τζόναθαν πρέπει να συνέλθεις. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Πρέπει να συν-έλ-θεις!" Έριξε λίγο νερό στα μούτρα του και πήγε να ξαπλώσει πάλι για το υπόλοιπο της νύχτας που του απέμεινε για να κοιμηθεί. Πριν ξαπλώσει, έριξε μια ματιά στο ψηφιακό του ξυπνητήρι. Ήταν σα να του έλεγε: "Σε μία ωρίτσα θα σε ξυπνήσω Τζόναθαν! Θα σε ξυπνήσω βίαια και απότομα! Και εσύ θα ντυθείς για να πας στη δουλειά σου Τζόναθαν! Ναι, στη δουλειά σου… Τζόναθαν!" Ο Τζόναθαν ξάπλωσε μπρούμυτα και άρχισε να φαντάζεται ότι πετάει το ξυπνητήρι στο κεφάλι του αφεντικού του . Το φαντάστηκε πολλές φορές με διάφορες παραλλαγές. Μία φορά το πέταξε κάθετα με όλη του τη δύναμη. Μία άλλη το πέταξε ψηλοκρεμαστά. Μία άλλη το πέταξε ψηλά και το εκσφενδόνισε με ένα ρόπαλο στον αέρα για να καταλήξει και πάλι με ορμή στο κεφάλι του αφεντικού του! Σκεφτότανε συνέχεια το ίδιο και το ίδιο, μέχρι που τον ξαναπήρε ο ύπνος.
Ξαναείδε όνειρο. Όχι, όχι το χταπόδι με τα δρακουλίνια. Ούτε τον φίλο του τον Παύλο να χτενίζει ένα γάιδαρο (το είχε δει αυτό, ναι, πέρσι το Πάσχα).
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδε την Σούζι. Κομπλέ. Και με τα ωραία της βυζιά, τις ματάρες της, την κωλάρα της. Απ' όλα. Την είδε και -μα το Θεό- αν είχε οχτώ χέρια θα την έπαιζε και με τα οχτώ.
Φορούσε ένα άσπρο, κοντό μίνι φόρεμα και τίποτα άλλο. Α, συγνώμμη, κι' ένα μικρό κόκκινο καπέλο, σαν δαχτυλίθρα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Λοιπόν, του ήρθε η αρχιγκομενάρα η Σούζι στον ύπνο του χωρίς βρακί, ξυπόλητη, με το άσπρο φορεματάκι και τι του είπε:
Τι; αναρωτιέσαι θλιβερέ αναγνώστη. Λιγούρη αναγνώστη.
ΤΙ;
Του είπε αυτό: "Βρες αυτό που βασιλεύει πίσω από το πράσινο κουτάκι χάινεκεν"
ΒΡΕΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΟΥΤΑΚΙ ΧΑΙΝΕΚΕΝ.
Ξύπνησε με το όνειρο σαφέστατο και φρέσκο. Όσο τράβαγε την πρωινή του μαλακία, επαναλάμβανε: "Σούζι μου, θα το βρω. Θα το βρω αυτό που βασιλεύει πίσω από το πράσινο κουτάκι χάινεκεν"
Αχ, θα το βρω, ααααχ ααααααχ...
Καταχωρήθηκε (Chapter 3)
ΑπάντησηΔιαγραφή