- "Tι θα πάρει ο κύριος;" είπε ο γλιτζερός μπάρμαν.
- "Ένα λάιμ με βότκ.. εεε.. μία βότκα με λάιμ" είπε ο Τζόναθαν χωρίς να τον κοιτάξει καν.
- "Σούζι εσύ θέλεις να σου βάλω ακόμα ένα αψέντι;" ρώτησε πάλι ο γυμνοσάλιανγκας.
- "Ναι καλέ μου Αλφόνσο! Βάλε μου από εκείνο το καλό" είπε με νόημα η σεξουάλα Σούζι.
Ο Αλφόνσο τσακίστηκε για να ετοιμάσει τα ποτά ενώ ο Τζόναθαν έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος τα ζουμερά βυζόμπαλα της Σούζι! Τον κοιτούσε που την κοιτούσε αλλά περίμενε να της μιλήσει πρώτα αυτός! Την κοιτούσε για 2 λεπτά και 36 δευτερόλεπτα μέχρι που ήρθε ο Αλφόνσο με τα ποτά τα οποία ακούμπησε προσεκτικά στον πάγκο, μαζί με ένα μπολάκι από εκείνες τις πορτοκαλί αηδίες με τα μπιζέλια και έφυγε με την όπισθεν. Ο Τζόναθαν ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και αποφάσισε να της πει μια κουβέντα.
- "Έχω να σε δώ πολύ καιρό! Καλά κρατιέσαι!"
- "Γνωριζόμαστε από κάπου;" είπε δήθεν αδιάφορα η Σούζι.
- "Κάποτε σύχναζες στο βιβλιοπωλείο του κυρ-Τάσου! Σαλαμούρας και Χαλάστρας γωνία. Εγώ τότε έμενα απέναντι και σε έβλεπα από το μπαλκόνι μου που καθόσουνα ώρες ατελείωτες και διάβαζες βιβλία στο γραφειάκι δίπλα στη βιτρίνα! Σε έβλεπα κάθε μέρα και είχα προσπαθήσει να μάθω από τον κυρ-Τάσο για σένα! Δυστυχώς δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από το όνομά σου! Κάθε βράδυ σκεφτόμουνα τα βυζ.. εε.. τα μάτια σου και ένα από αυτά τα βράδια αποφάσισα να σου μιλήσω επιτέλους. Αλλά δεν εμφανίστηκες ποτέ ξανά..."
- "Ναι, δε ξαναπήγα σε αυτό το βιβλιοπωλείο ποτέ μου. Ο κυρ-Τάσος ξέρεις ήταν μεγάλος μπίχτης και με είχε ζαλίσει. Μια μέρα που μου έβαλε χέρι αναγκάστηκα να τον χαστουκίσω και δεν ξαναπάτησα εκεί." είπε η Σούζι διατηρόντας πάντα το μπλαζέ ύφος της.
- "Ά το σάτυρο! Το τζαναμπέτη!" είπε ο Τζόναθαν γεμάτος θυμό.
- "Ας αφήσουμε όμως τον κυρ-Τάσο" είπε η Σούζι γλυκαίνοντας λίγους τόνους τη φωνή της. "Πως σε λένε εσένα;"
- "Τζόναθαν.." είπε ο Τζόναθαν και άρχισε να σφίγγεται το στομάχι του.
- "Από που είσαι καλέ μου Τζόναθαν;"
- "Από τα κάτω Πατήσια!"
- "Και γιατί σε λένε Τζόναθαν; Έχεις καταγωγή από το εξωτερικό;"
Ο Τζόναθαν κόλλησε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ του γιατί τον λένε Τζόναθαν. Προσπαθούσε να θυμηθεί αλλά μάταια. Έφερε στο μυαλό του στιγμές ενώ πήγαινε ακόμα σχολείο και ο καθηγητής του φώναζε "χαζούλη Τζόναθαν πάλι έγραψες κάτω απ'τη βάση". Τους συμμαθητές του που τον νικάγανε στο μπάσκετ και τον κοροϊδεύανε "χαχαχα πούτσα στο Τζόναθαν" και τη μαμά του που κάθε φορά που το φαΐ ήταν έτοιμο τον καλούσε γλυκά "Τζόναθαν καλέ μου, έλα να φας το φαγάκι σου". Μα γιατί τον λένε Τζόναθαν;!
Η Σούζι άρχισε να αναρωτιέται από την μεγάλη διάρκεια της παύσης της κουβέντας τους και φοβούμενη μην έχει πάθει ο Τζόναθαν καμια επιληπτική κρίση κοιτώντας τα βυζιά της τον ρώτησε:
- "Είσαι καλά;"
- "Ε.. εε;; Ναι! Ναι μια χαρά είμαι...! Τι λέγαμε;"
- "Σε ρώτησα γιατί σε λένε Τζόναθαν!"
- "Εε κοίταξε, είναι μεγάλη ιστορία. Θα στη πω κάποια άλλη στιγμή. Τώρα ας μιλήσουμε λίγο για σένα. Τι άλλο κάνεις εκτός από το να διαβάζεις βιβλία;"
- "Τίποτα σχεδόν. Έρχομαι εδώ στο Gulp of Life και γνωρίζω κόσμο. Είναι ωραίο να γνωρίζεις κόσμο! Είναι τόσο διαφορετικοί οι άνθρωποι μεταξύ τους... Εσύ;"
- "Τι εγώ;"
- "Εσύ τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι;"
- "Τίποτα το ενδιαφέρον μωρέ. Δουλεύω σε ένα κατάστημα που πουλάει ρέπλικες μεσαιωνικών όπλων στο Χαϊδάρι. Ξέρεις σπαθιά, βαλίστρες και τέτοια! Πωλητής είμαι."
- "Και σου αρέσει η δουλειά σου;" ρώτησε η Σούζι με λίγη δόση σεξουαλικότητας παραπάνω.
- "Ναι μωρέ καλή είναι. Ξέρεις, το να είσαι ανάμεσα σε τόσα ωραία αντικείμενα που θυμίζουν άλλη εποχή, είναι κάπως.. ενδιαφέρον" είπε ο Τζόναθαν λέγοντας ψέμματα και συνέχισε: "Τα περισσότερα από αυτά είναι τόσο ακριβή αντίγραφα που άνετα μπορούν να σκοτώσουν! Αν όχι να σκοτώσουν, κανα μάτι το βγάζουν σίγουρα! Τις προάλλες μας έφεραν ένα ξίφος που......... ΦΤΟΥΥΥΥ!!!!"
Ο Τζόναθαν θυμήθηκε πως ξέχασε να πάει στη δουλειά του σήμερα και ακόμα χειρότερα να πάρει το αφεντικό του τηλέφωνο για να του πει καμια ψεύτικη δικαιολογία. Αμέσως έβγαλε το κινητό του που το είχε ξεχάσει στο αθόρυβο και είδε ότι έχει 27 αναπάντητες κλήσεις! Όλες από τον Ιορδάνη, το αφεντικό του!
"Αμάααν... Θα με γαμήσει ο Ιορδάνης" είπε σχεδόν κλαίγοντας και έριξε το κεφάλι του ανάμεσα στους αγκώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου